ἐπιμαστίδιος: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμαστίδιος''': -ον, (μαστὸς) ὁ θηλάζων ἔτι, βλαχαὶ δ’ αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων... βρέμονται Αἰσχύλ. Θήβ. 349· ἐπιμαστίδιον γόνον Σοφ. Ἀποσπ. 962· ἐπιμαστίδιον [[τότε]] [[βρέφος]] ἔτι, δηλ. ἔτι ἐν γάλακτι, Εὐρ. Ι. Τ. 231, κτλ. | |lstext='''ἐπιμαστίδιος''': -ον, (μαστὸς) ὁ θηλάζων ἔτι, βλαχαὶ δ’ αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων... βρέμονται Αἰσχύλ. Θήβ. 349· ἐπιμαστίδιον γόνον Σοφ. Ἀποσπ. 962· ἐπιμαστίδιον [[τότε]] [[βρέφος]] ἔτι, δηλ. ἔτι ἐν γάλακτι, Εὐρ. Ι. Τ. 231, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui est à la mamelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μαστός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (μαστός)
A on or at the breast, not yet weaned, of infants, A.Th.349 (lyr.), E.IT231 (lyr.), Nic.Dam.13J., Luc.Tox. 61; of birds, γόνος ὀρταλίχων S.Fr.793 (anap.).
German (Pape)
[Seite 960] an der Brust liegend, saugend; βληχαὶ τῶν ἐπιμαστιδίων, der Säuglinge, Aesch. Spt. 331; γόνος Seph. frg. 962; βρέφος Eur. I. T. 231 u. S0., wie παιδίον Luc. Tox. 61; vgl. Mel. 117 (Plan. 134).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμαστίδιος: -ον, (μαστὸς) ὁ θηλάζων ἔτι, βλαχαὶ δ’ αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων... βρέμονται Αἰσχύλ. Θήβ. 349· ἐπιμαστίδιον γόνον Σοφ. Ἀποσπ. 962· ἐπιμαστίδιον τότε βρέφος ἔτι, δηλ. ἔτι ἐν γάλακτι, Εὐρ. Ι. Τ. 231, κτλ.