εὐήκης: Difference between revisions
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐήκης''': -ες, (ἀκὴ) [[καλῶς]] ἠκονημένος, [[ὀξύς]], αἰχμῆς... εὐήκεος Ἰλ. Χ. 319· εὐήκεα φάσγανα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 101· εὐήκεϊ ξυρῷ Νικ. Ἀλ. 410· πρβλ. [[εὐαγὴς]] Ι, ἐν τέλει. - Ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. | |lstext='''εὐήκης''': -ες, (ἀκὴ) [[καλῶς]] ἠκονημένος, [[ὀξύς]], αἰχμῆς... εὐήκεος Ἰλ. Χ. 319· εὐήκεα φάσγανα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 101· εὐήκεϊ ξυρῷ Νικ. Ἀλ. 410· πρβλ. [[εὐαγὴς]] Ι, ἐν τέλει. - Ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />très aigu.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀκή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ες, (ἀκή A)
A well-pointed, αἰχμῆς . . εὐήκεος Il.22.319; keenedged, φάσγανα A.R.2.101, Phanocl.1.8; ξυρόν Nic.Al.411.
German (Pape)
[Seite 1067] ες (ἀκή), wohl gespitzt, sehr scharf; αἰχμή Il. 22, 319; sp. D., φάσγανα Ap. Rh. 2, 101; ἅρπη Opp. H. 5, 637; ξυρόν Nic. Al. 410. – Bei Empedocl. v. 374 wird βάξις εὐήκης erkl. durch εὐήκοος u. ist wohl in εὐηχής zu ändern.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήκης: -ες, (ἀκὴ) καλῶς ἠκονημένος, ὀξύς, αἰχμῆς... εὐήκεος Ἰλ. Χ. 319· εὐήκεα φάσγανα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 101· εὐήκεϊ ξυρῷ Νικ. Ἀλ. 410· πρβλ. εὐαγὴς Ι, ἐν τέλει. - Ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ.