εὐπρυμνής: Difference between revisions
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπρυμνής''': -ές, [[καλῶς]] διευθύνων (τὸ [[πλοῖον]]), [[καλῶς]] κυβερνῶν, τυγχάνοντος εὐπρυμνῆ φρενὸς [[χάριν]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 989· ὁ Paley ἐξέδωκε: τυγχάνοντα πρευμενῆ φρενὸς [[χάριν]], ὁ Sidgwich: τυγχάνοντας ἐκ πρυμνῆς φρενὸς [[χάριν]], καὶ ἄλλοι ἄλλως. | |lstext='''εὐπρυμνής''': -ές, [[καλῶς]] διευθύνων (τὸ [[πλοῖον]]), [[καλῶς]] κυβερνῶν, τυγχάνοντος εὐπρυμνῆ φρενὸς [[χάριν]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 989· ὁ Paley ἐξέδωκε: τυγχάνοντα πρευμενῆ φρενὸς [[χάριν]], ὁ Sidgwich: τυγχάνοντας ἐκ πρυμνῆς φρενὸς [[χάριν]], καὶ ἄλλοι ἄλλως. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><i>pê</i> qui a le vent en poupe, <i>càd</i> au vent propice ; <i>fig.</i> qui vogue sûrement ; ferme, inébranlable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πρύμνα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A well-steering, well-governing, εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν A.Supp.989 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρυμνής: -ές, καλῶς διευθύνων (τὸ πλοῖον), καλῶς κυβερνῶν, τυγχάνοντος εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 989· ὁ Paley ἐξέδωκε: τυγχάνοντα πρευμενῆ φρενὸς χάριν, ὁ Sidgwich: τυγχάνοντας ἐκ πρυμνῆς φρενὸς χάριν, καὶ ἄλλοι ἄλλως.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
pê qui a le vent en poupe, càd au vent propice ; fig. qui vogue sûrement ; ferme, inébranlable.
Étymologie: εὖ, πρύμνα.