εὐρυκόωσα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐρυκόωσα''': (κοάω = [[κοέω]]) ἐπίθετον τῆς νυκτός, καθ’ ἣν ἀκούει τις εἰς μακρὰν ἀπόστασιν [[ἕνεκα]] τῆς ἠρεμίας. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐρυκόωσα]]· εὐρυνόμος. ἢ [[πολυάστερος]] νύξ. ἢ [[μεγάλη]]. ἢ πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα· κόους γὰρ οἱ ἀρχαῖοι τὰ κοιλώματα ἔλεγον». 2)ἐπὶ τῆς θεᾶς Κητοῦς [[μακρόθεν]] ἀκουστῆς, «[[εὐρυκόωσα]]· ἡ μέγα [[χάσμα]] ἔχουσα... ἡ [[μεγάλη]] καὶ [[πλατεῖα]]· κόον γὰρ λέγουσι τὸ μέγα οἱ Λάκωνες. Εὐφορίων «ὅσους [[εὐρυκόωσα]] Τυφάονι κύσσατο Κητὼ» Ἐτυμ. Μ. 396. 28.
|lstext='''εὐρυκόωσα''': (κοάω = [[κοέω]]) ἐπίθετον τῆς νυκτός, καθ’ ἣν ἀκούει τις εἰς μακρὰν ἀπόστασιν [[ἕνεκα]] τῆς ἠρεμίας. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐρυκόωσα]]· εὐρυνόμος. ἢ [[πολυάστερος]] νύξ. ἢ [[μεγάλη]]. ἢ πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα· κόους γὰρ οἱ ἀρχαῖοι τὰ κοιλώματα ἔλεγον». 2)ἐπὶ τῆς θεᾶς Κητοῦς [[μακρόθεν]] ἀκουστῆς, «[[εὐρυκόωσα]]· ἡ μέγα [[χάσμα]] ἔχουσα... ἡ [[μεγάλη]] καὶ [[πλατεῖα]]· κόον γὰρ λέγουσι τὸ μέγα οἱ Λάκωνες. Εὐφορίων «ὅσους [[εὐρυκόωσα]] Τυφάονι κύσσατο Κητὼ» Ἐτυμ. Μ. 396. 28.
}}
{{bailly
|btext=[ῠ] ης (ἡ),<br />qu’on entend au loin, sonore, retentissant, <i>ép. de Kêto, déesse de la mer</i>, EUPH. fr. 87.
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠκόωσα Medium diacritics: εὐρυκόωσα Low diacritics: ευρυκόωσα Capitals: ΕΥΡΥΚΟΩΣΑ
Transliteration A: eurykóōsa Transliteration B: eurykoōsa Transliteration C: evrykoosa Beta Code: eu)ruko/wsa

English (LSJ)

(κοάω,

   A = κοέω) epith. of night, variously expld. by Hsch. (-κόωσα perh. = -μέδουσα).    2 of the sea-god dess Ceto, Euph.112.

German (Pape)

[Seite 1095] ἡ, Beiwort der Nacht, VLL., verschieden erkl., πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα od. μεγάλη, vielleicht = wo man jeden Laut weit hören kann, κοέω = ἀκούω. Auch Keto heißt so, die weitrauschende Meergöttinn, Euphor. frg. 85.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυκόωσα: (κοάω = κοέω) ἐπίθετον τῆς νυκτός, καθ’ ἣν ἀκούει τις εἰς μακρὰν ἀπόστασιν ἕνεκα τῆς ἠρεμίας. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐρυκόωσα· εὐρυνόμος. ἢ πολυάστερος νύξ. ἢ μεγάλη. ἢ πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα· κόους γὰρ οἱ ἀρχαῖοι τὰ κοιλώματα ἔλεγον». 2)ἐπὶ τῆς θεᾶς Κητοῦς μακρόθεν ἀκουστῆς, «εὐρυκόωσα· ἡ μέγα χάσμα ἔχουσα... ἡ μεγάλη καὶ πλατεῖα· κόον γὰρ λέγουσι τὸ μέγα οἱ Λάκωνες. Εὐφορίων «ὅσους εὐρυκόωσα Τυφάονι κύσσατο Κητὼ» Ἐτυμ. Μ. 396. 28.

French (Bailly abrégé)

[ῠ] ης (ἡ),
qu’on entend au loin, sonore, retentissant, ép. de Kêto, déesse de la mer, EUPH. fr. 87.