εὑρεσιλογία: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὑρεσιλογία''': ἡ, [[ἱκανότης]] περὶ τὴν εὕρεσιν λέξεων, εὐφράδεια, Εὐγλωττία, Πολύβ. 18. 29, 3, Διόδ. 1. 37, κτλ.: - σοφιστικὴ [[χρῆσις]] τῶν λέξεων, [[ἱκανότης]] ἢ [[ἐμπειρία]] εἰς τὸν σχηματισμὸν λογοπαιγνίων, Πλούτ. 2. 1033Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 35· - εὑρησιλογία [[εἶναι]] συχνὴ διάφ. γραφή. | |lstext='''εὑρεσιλογία''': ἡ, [[ἱκανότης]] περὶ τὴν εὕρεσιν λέξεων, εὐφράδεια, Εὐγλωττία, Πολύβ. 18. 29, 3, Διόδ. 1. 37, κτλ.: - σοφιστικὴ [[χρῆσις]] τῶν λέξεων, [[ἱκανότης]] ἢ [[ἐμπειρία]] εἰς τὸν σχηματισμὸν λογοπαιγνίων, Πλούτ. 2. 1033Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 35· - εὑρησιλογία [[εἶναι]] συχνὴ διάφ. γραφή. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />habileté à trouver des raisons <i>ou</i> des paroles, facilité de parole.<br />'''Étymologie:''' [[εὑρίσκω]], [[λόγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 1092] ἡ, richtiger εὑρησιλογία, Geschicklichkeit im Erfinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, um Etwas zu beweisen, bes. um Einem Etwas vorzuspiegeln, διὰ τῆς πρὸς ἀλλήλους εὑρεσιλογίας Pol. 18, 29, 3; Plut. def. or. 8 u. a. Sp. – Auch = der Beweis, der Grund, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρεσιλογία: ἡ, ἱκανότης περὶ τὴν εὕρεσιν λέξεων, εὐφράδεια, Εὐγλωττία, Πολύβ. 18. 29, 3, Διόδ. 1. 37, κτλ.: - σοφιστικὴ χρῆσις τῶν λέξεων, ἱκανότης ἢ ἐμπειρία εἰς τὸν σχηματισμὸν λογοπαιγνίων, Πλούτ. 2. 1033Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 35· - εὑρησιλογία εἶναι συχνὴ διάφ. γραφή.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habileté à trouver des raisons ou des paroles, facilité de parole.
Étymologie: εὑρίσκω, λόγος.