εὔτρητος: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔτρητος''': Ἐπικ. εΰτρητος, ον, (τιτράω) [[καλῶς]] τετρημένος, τετρυπημένος, λοβοὶ Ἰλ. Ξ. 182˙ δόνακες Ἀνθ. Πλαν. 4. 8˙ πρβλ. [[χόανος]]˙ ἔχων πολλὰ ἀνοίγματα, φλεβία Θεοφράστ. περὶ Αἰσθ. 56˙ πορώδης, [[σπόγγος]] Κόϊντ. Σμ. 9. 429˙ [[πέδον]] Ἀνθ. Π. 6. 21.
|lstext='''εὔτρητος''': Ἐπικ. εΰτρητος, ον, (τιτράω) [[καλῶς]] τετρημένος, τετρυπημένος, λοβοὶ Ἰλ. Ξ. 182˙ δόνακες Ἀνθ. Πλαν. 4. 8˙ πρβλ. [[χόανος]]˙ ἔχων πολλὰ ἀνοίγματα, φλεβία Θεοφράστ. περὶ Αἰσθ. 56˙ πορώδης, [[σπόγγος]] Κόϊντ. Σμ. 9. 429˙ [[πέδον]] Ἀνθ. Π. 6. 21.
}}
{{bailly
|btext=<i>poét.</i> [[ἐΰτρητος]];<br />ος, ον :<br />bien percé, percé avec art.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τιτράω]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτρητος Medium diacritics: εὔτρητος Low diacritics: εύτρητος Capitals: ΕΥΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: eútrētos Transliteration B: eutrētos Transliteration C: eytritos Beta Code: eu)/trhtos

English (LSJ)

Ep. ἐΰτρ-, ον, (τετραίνω)

   A well-pierced, λοβοί Il.14.182; χόανα Hes.Th.863; δόνακες APl.1.8 (Alc.); with many orifices, φλέβια Thphr.Sens.56; porous, σπόγγος Q.S.9.429; πέδον AP6.21.5.

German (Pape)

[Seite 1103] ep. ἐΰτρητος, wohl, künstlich durchbohrt λοβοί Il. 14, 182; δόνακες Alcaeus 10 (Plan. S); – mit großer Oeffnung, χόανος Hes. Th. 863; Theophr.; – viel durchlöchert, σπόγγος Qu. Sm. 9, 429; κάλαμος, von der Flöte, Iulian. Caes. 2 (IX, 365).

Greek (Liddell-Scott)

εὔτρητος: Ἐπικ. εΰτρητος, ον, (τιτράω) καλῶς τετρημένος, τετρυπημένος, λοβοὶ Ἰλ. Ξ. 182˙ δόνακες Ἀνθ. Πλαν. 4. 8˙ πρβλ. χόανος˙ ἔχων πολλὰ ἀνοίγματα, φλεβία Θεοφράστ. περὶ Αἰσθ. 56˙ πορώδης, σπόγγος Κόϊντ. Σμ. 9. 429˙ πέδον Ἀνθ. Π. 6. 21.

French (Bailly abrégé)

poét. ἐΰτρητος;
ος, ον :
bien percé, percé avec art.
Étymologie: εὖ, τιτράω.