εὔλογος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔλογος''': -ον, ἔχων ἰσχυρὸν λόγον, [[λογικός]], προσήκων, [[κατάλληλος]], νουθετήματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 830· οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Πλάτ. Πολ. 605Ε· εὔλογον ἐστί, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] ὀρθόν, εὔλογον νά…, Ἀριστοφ. Βάτρ. 736, Πλάτ. Κρατ. 396Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], εὐλογώτερόν ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 13, 11, κ. ἀλλ. 2) [[εὔλογος]], [[δίκαιος]], [[πρόφασις]] Θουκ. 3. 82, Δημ. 277. 29. κτλ.· τὸ εὔλογον, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 4. 87· ἐκ τῶν εὐλόγων, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, Πολύβ. 10. 44, 6, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστοκλ. 13· ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, ἔξω πάσης πιθανότητος, Ἀριστ. [[μετὰ]] τὰ Φυσ. 10. 2, 3. - Συγκρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 352Α· Ὑπέρθ., Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. -γως, ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 508, Ἱκ. 47, Ἀποσπ. 5· εὐλόγως ἄπρακτοι ἀπίασιν Θουκ. 4. 61· εὐλ. φέρειν (εὐλόφως Abresch.), Εὐρ. Ἀποσπ. 175· εὐλ. ἔχειν Πλάτ. Φαίδων 62D· εὐλ. φθονεῖν τινι Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 3. 1· τοῖς εὐλόγως καὶ τοῖς κακῶς ἔχουσι Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 771· παρ’ Ἀριστ. [[συχνάκις]] ὡς τὸ [[εἰκότως]], ἐν τέλει περιόδου ἐκφράζουν πλήρη συναίνεσιν, Ἠθ. Ν. 7. 13, 2., 8. 13, 2, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -ωτέρως, Ἰσοκρ. 121C· -ώτερον, Πολύβ. 7. 7, 7.
|lstext='''εὔλογος''': -ον, ἔχων ἰσχυρὸν λόγον, [[λογικός]], προσήκων, [[κατάλληλος]], νουθετήματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 830· οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Πλάτ. Πολ. 605Ε· εὔλογον ἐστί, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] ὀρθόν, εὔλογον νά…, Ἀριστοφ. Βάτρ. 736, Πλάτ. Κρατ. 396Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], εὐλογώτερόν ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 13, 11, κ. ἀλλ. 2) [[εὔλογος]], [[δίκαιος]], [[πρόφασις]] Θουκ. 3. 82, Δημ. 277. 29. κτλ.· τὸ εὔλογον, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 4. 87· ἐκ τῶν εὐλόγων, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, Πολύβ. 10. 44, 6, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστοκλ. 13· ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, ἔξω πάσης πιθανότητος, Ἀριστ. [[μετὰ]] τὰ Φυσ. 10. 2, 3. - Συγκρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 352Α· Ὑπέρθ., Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. -γως, ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 508, Ἱκ. 47, Ἀποσπ. 5· εὐλόγως ἄπρακτοι ἀπίασιν Θουκ. 4. 61· εὐλ. φέρειν (εὐλόφως Abresch.), Εὐρ. Ἀποσπ. 175· εὐλ. ἔχειν Πλάτ. Φαίδων 62D· εὐλ. φθονεῖν τινι Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 3. 1· τοῖς εὐλόγως καὶ τοῖς κακῶς ἔχουσι Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 771· παρ’ Ἀριστ. [[συχνάκις]] ὡς τὸ [[εἰκότως]], ἐν τέλει περιόδου ἐκφράζουν πλήρη συναίνεσιν, Ἠθ. Ν. 7. 13, 2., 8. 13, 2, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -ωτέρως, Ἰσοκρ. 121C· -ώτερον, Πολύβ. 7. 7, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fondé en raison, raisonnable, vraisemblable ; τὸ εὔλογον raison plausible, vraisemblance;<br /><i>Cp.</i> εὐλογώτερος, <i>Sp.</i> εὐλογώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λόγος]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔλογος Medium diacritics: εὔλογος Low diacritics: εύλογος Capitals: ΕΥΛΟΓΟΣ
Transliteration A: eúlogos Transliteration B: eulogos Transliteration C: eylogos Beta Code: eu)/logos

English (LSJ)

ον,

   A reasonable, sensible, νουθετήματα A.Pers.830; οὐκ εὐλόγῳ ἔοικεν Pl.R.605e; εὔ. ὀργή Phld.Ir.p.45 W.; εὔλογόν [ἐστι] c. inf., it is reasonable that... Pl.Cra.396b, Arist.Pol.1286b15, etc.; -ώτερόν [ἐστι] Id.EN1102b2: Sup., Id.Cael.286b34.    2 reasonable, fair, πρόφασις Th.3.82, D.18.152, etc.; τὸ εὔ. a fair reason, Th. 4.87.    3 probable, c. dat. et inf., Hp.de Arte7 (Comp.), cf. Sphaer.Stoic.1.141, Cic.Att.14.22.2; διὰ σημείων εὐ. Phld.Lib.p.30 O.; ἐκ τῶν εὐ. in all probability, Plb.10.44.6, cf. Plu.Them.13; ἐκτὸς τῶν εὐ. πίπτειν to be beyond all probability, Arist.Metaph.1060a18: Comp., Pl.Ep.352a: Sup., Cic.Att.13.6.4. Adv. -γως Phld.Lib.p.33 O.    4 suitable, conformable, c. dat., Plot.6.5.10.    5 creditable, κατορθώσασι εὔ. [ἐστί] Ar.Ra.736.    6 eloquent, v.l. for ἱκανός, LXX Ex. 4.10, whence Ezek.Exag.113, Ph.2.93, 1.166 (interpr. as reasonable).    II Adv. -γως with good reason, reasonably, A.Th.508, Supp.47 (lyr.), Fr.6, Ar.V.771, Lys.12.7; εὐ. ἄπρακτοι ἀπίασιν Th. 4.61; εὐ. φέρειν (Abresch εὐλόφως, q.v.) E.Fr.175; εὐ. ἔχειν Pl. Phd.62d; εὐ. φθονεῖν τινι Alex.219.1; τοῖς εὐ. καὶ τοῖς κακῶς ἔχουσι Men.48; freq. like εἰκότως, at the close of a sentence, implying assent, Arist.EN1153b15, 1162b6: Comp. -ωτέρως Isoc.6.28; -ώτερον Plb.7.7.7.    2 εὐ. τινὰ ἐπιδέξασθαι (v.l. ἐνδόξως) honourably, LXX 1 Ma.12.43.

German (Pape)

[Seite 1078] vernünftig, vernunftgemäß; εὔλογον, sc. ἐστί, mit acc. c. inf., Plat. Crat. 396 b; οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Rep. X, 605 e; νουθετήματα Aesch. Pers. 816; προφάσεις Thuc. 3, 82; Dem. 18, 151, der 45, 14 auch σὔτ' ἐοικότα οὔτ' εὔλογα vrbdt; εὐλόγοις ἀφορμαῖς χρῆσθαι Pol. 4, 4, 9, öfter; τὸ εὔλογον, die Wahrscheinlichkeit, Thuc. 4, 87; Arist.; ἐκ τῶν εὐλόγων, nach aller Wahrscheinlichkeit, Pol. 10, 44, 6; Plut. Them. 13 u. a. Sp., bes. Ausdruck der Akademiker; ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, unwahrscheinlich sein, Arist. Metaph. 10, 2; vgl. Pol. 16, 12, 6. – Adv., Aesch. Suppl. 47. 249 u. öfter; Ar. Vesp. 771 u. A.; εὐλόγως ἔχειν, vernünftig, wahrscheinlich sein, Plat. Phaed. 62 d u. A.; εὐλογωτέρως, Isocr. 6, 28.

Greek (Liddell-Scott)

εὔλογος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν λόγον, λογικός, προσήκων, κατάλληλος, νουθετήματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 830· οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Πλάτ. Πολ. 605Ε· εὔλογον ἐστί, μετ’ ἀπαρ., εἶναι ὀρθόν, εὔλογον νά…, Ἀριστοφ. Βάτρ. 736, Πλάτ. Κρατ. 396Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12, κ. ἀλλ.· οὕτως, εὐλογώτερόν ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 13, 11, κ. ἀλλ. 2) εὔλογος, δίκαιος, πρόφασις Θουκ. 3. 82, Δημ. 277. 29. κτλ.· τὸ εὔλογον, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 4. 87· ἐκ τῶν εὐλόγων, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, Πολύβ. 10. 44, 6, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστοκλ. 13· ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, ἔξω πάσης πιθανότητος, Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 10. 2, 3. - Συγκρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 352Α· Ὑπέρθ., Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. -γως, ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 508, Ἱκ. 47, Ἀποσπ. 5· εὐλόγως ἄπρακτοι ἀπίασιν Θουκ. 4. 61· εὐλ. φέρειν (εὐλόφως Abresch.), Εὐρ. Ἀποσπ. 175· εὐλ. ἔχειν Πλάτ. Φαίδων 62D· εὐλ. φθονεῖν τινι Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 3. 1· τοῖς εὐλόγως καὶ τοῖς κακῶς ἔχουσι Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 771· παρ’ Ἀριστ. συχνάκις ὡς τὸ εἰκότως, ἐν τέλει περιόδου ἐκφράζουν πλήρη συναίνεσιν, Ἠθ. Ν. 7. 13, 2., 8. 13, 2, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -ωτέρως, Ἰσοκρ. 121C· -ώτερον, Πολύβ. 7. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fondé en raison, raisonnable, vraisemblable ; τὸ εὔλογον raison plausible, vraisemblance;
Cp. εὐλογώτερος, Sp. εὐλογώτατος.
Étymologie: εὖ, λόγος.