Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡδυλόγος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδυλόγος''': Δωρ. ἁδυλ-, ον, [[ἡδυεπής]], [[ἡδέως]], ὁμιλῶν, [[σοφία]] Κρατῖν. Χειρ. 1· λύραι μολπαί τε Πίνδ. Ο. 6. 162· [[χάρις]] Ἀνθ. Π. 5. 137· [[γλῶσσα]] [[αὐτόθι]] 7. 159. 2) ἐπὶ προσώπων, κολακευτικὸς, [[θωπευτικός]], Εὐρ. Ἑκ. 134· ὡς οὐσιαστ., [[ἀστεῖος]], ἀστειολόγος, Ἀθήν. 165Β.
|lstext='''ἡδυλόγος''': Δωρ. ἁδυλ-, ον, [[ἡδυεπής]], [[ἡδέως]], ὁμιλῶν, [[σοφία]] Κρατῖν. Χειρ. 1· λύραι μολπαί τε Πίνδ. Ο. 6. 162· [[χάρις]] Ἀνθ. Π. 5. 137· [[γλῶσσα]] [[αὐτόθι]] 7. 159. 2) ἐπὶ προσώπων, κολακευτικὸς, [[θωπευτικός]], Εὐρ. Ἑκ. 134· ὡς οὐσιαστ., [[ἀστεῖος]], ἀστειολόγος, Ἀθήν. 165Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au doux langage, au langage caressant <i>ou</i> persuasif.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[λόγος]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1153] angenehm redend, schmeichelnd; Odysseus, Eur. Hec. 131; σοφία Cratin. in B. A. 335 Timon. S. Emp. adv. eth. 1; γλῶσσα, vom Nestor, Nicarch. 38 (VII, 159); Χάρις Mel. 99 (V, 137); – λύρα ἁδ. Pind. Ol. 6, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυλόγος: Δωρ. ἁδυλ-, ον, ἡδυεπής, ἡδέως, ὁμιλῶν, σοφία Κρατῖν. Χειρ. 1· λύραι μολπαί τε Πίνδ. Ο. 6. 162· χάρις Ἀνθ. Π. 5. 137· γλῶσσα αὐτόθι 7. 159. 2) ἐπὶ προσώπων, κολακευτικὸς, θωπευτικός, Εὐρ. Ἑκ. 134· ὡς οὐσιαστ., ἀστεῖος, ἀστειολόγος, Ἀθήν. 165Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au doux langage, au langage caressant ou persuasif.
Étymologie: ἡδύς, λόγος.