ἠπεροπεύς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠπεροπεύς''': έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, = [[ἠπεροπευτής]], ἠπεροπῆά τ᾿ [[ἔμεν]] καὶ ἐπίκλοπον Ὀδ. Λ. 364· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524· ἐπὶ ὀνείρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 617. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν λέξ. ὡς σύνθετον ἠπεροπεύς, ὧν τὸ μὲν ἠπὲρ εἶνε = τῷ Σανσκρ. apar-a, Γοτθ. afar (ἐκ τοῦ api, af = ἀπό), ἄλλως, [[διαφόρως]], καὶ ὀπεὺς (*ἔπω, ὁμιλῶν).
|lstext='''ἠπεροπεύς''': έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, = [[ἠπεροπευτής]], ἠπεροπῆά τ᾿ [[ἔμεν]] καὶ ἐπίκλοπον Ὀδ. Λ. 364· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524· ἐπὶ ὀνείρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 617. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν λέξ. ὡς σύνθετον ἠπεροπεύς, ὧν τὸ μὲν ἠπὲρ εἶνε = τῷ Σανσκρ. apar-a, Γοτθ. afar (ἐκ τοῦ api, af = ἀπό), ἄλλως, [[διαφόρως]], καὶ ὀπεὺς (*ἔπω, ὁμιλῶν).
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><i>gén. épq.</i> ῆος;<br />trompeur.<br />'''Étymologie:''' th. ἠπερο = <i>skr.</i> apara « autre, différent », et R. Ϝεπ, parler, cf. [[ἔπος]], [[εἰπεῖν]] : « qui parle autrement qu’il ne pense ».
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπεροπεύς Medium diacritics: ἠπεροπεύς Low diacritics: ηπεροπεύς Capitals: ΗΠΕΡΟΠΕΥΣ
Transliteration A: ēperopeús Transliteration B: ēperopeus Transliteration C: iperopeys Beta Code: h)peropeu/s

English (LSJ)

έως, Ep. ῆος, ὁ,

   A = ἠπεροπευτής, ἠπεροπῆά τ' ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον Od.11.364; of Bacchus, AP9.524.8; of dreams, A.R.3.617.

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, Betrüger, Beschwatzer, Od. 11, 363; ὄνειροι Ap. Rh. 3, 617; auch Dionysos, Anth. IX, 524, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπεροπεύς: έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, = ἠπεροπευτής, ἠπεροπῆά τ᾿ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον Ὀδ. Λ. 364· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524· ἐπὶ ὀνείρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 617. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν λέξ. ὡς σύνθετον ἠπεροπεύς, ὧν τὸ μὲν ἠπὲρ εἶνε = τῷ Σανσκρ. apar-a, Γοτθ. afar (ἐκ τοῦ api, af = ἀπό), ἄλλως, διαφόρως, καὶ ὀπεὺς (*ἔπω, ὁμιλῶν).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
trompeur.
Étymologie: th. ἠπερο = skr. apara « autre, différent », et R. Ϝεπ, parler, cf. ἔπος, εἰπεῖν : « qui parle autrement qu’il ne pense ».