Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζωογόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(6_15)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωογόνος''': -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[σπέρμα]] Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· [[ὄνομα]] τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ [[ἑπτά]], [[διότι]] [[συχνάκις]] βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ [[φέρω]] ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93.
|lstext='''ζωογόνος''': -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[σπέρμα]] Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· [[ὄνομα]] τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ [[ἑπτά]], [[διότι]] [[συχνάκις]] βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ [[φέρω]] ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui donne la vie ; fécond.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[γίγνομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ζωογόνος: -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, παραγωγικός, γόνιμος, σπέρμα Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά, διότι συχνάκις βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ φέρω ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne la vie ; fécond.
Étymologie: ζωός, γίγνομαι.