ἡνιοχικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνιοχικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἡνιοχείαν, [[ἵππος]] Πλάτ. Φαίδρ. 253C, κἑξ.· χιτὼν ἡν., χιτὼν τοῦ ἡνιόχου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200F· ἡ -κη (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἐλαύνειν, διευθύνειν, Πλάτ. Ἴωνι 538Γ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1303. 35.
|lstext='''ἡνιοχικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἡνιοχείαν, [[ἵππος]] Πλάτ. Φαίδρ. 253C, κἑξ.· χιτὼν ἡν., χιτὼν τοῦ ἡνιόχου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200F· ἡ -κη (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἐλαύνειν, διευθύνειν, Πλάτ. Ἴωνι 538Γ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1303. 35.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de cocher ; ἡ ἡνιοχική ([[τέχνη]]) l’art de conduire un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἡνίοχος]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχικός Medium diacritics: ἡνιοχικός Low diacritics: ηνιοχικός Capitals: ΗΝΙΟΧΙΚΟΣ
Transliteration A: hēniochikós Transliteration B: hēniochikos Transliteration C: iniochikos Beta Code: h(nioxiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for driving, εἶδος Pl.Phdr.253csq.; χιτὼν ἡ. a driver's coat, Callix.2; στολή Jul.Or.3.122c: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of driving, Pl.Ion538b. Adv. -κῶς Eust.1303.35.

German (Pape)

[Seite 1172] ή, όν, im Wagen- u. Rosselenken geschickt, Eust.; ἡ ἡνιοχικὴ τέχνη, die Kunst, die Rosse zu lenken, Plat. Ion 538 b, vgl. Phaedr. 253 d; χιτῶνες ἡνιοχικοί, wie sie die Wagenlenker haben, Callixen. bei Ath. V, 200 f. – Adv., Eust. 1303, 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἡνιοχείαν, ἵππος Πλάτ. Φαίδρ. 253C, κἑξ.· χιτὼν ἡν., χιτὼν τοῦ ἡνιόχου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200F· ἡ -κη (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐλαύνειν, διευθύνειν, Πλάτ. Ἴωνι 538Γ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1303. 35.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de cocher ; ἡ ἡνιοχική (τέχνη) l’art de conduire un char.
Étymologie: ἡνίοχος.