θαλασσόω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαλασσόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς θάλασσαν, ἠπείρους Ἀριστ. Κόσμ. 6, 32· [[Νεῖλος]] θ. τὴν Αἴγυπτον Ἡλιόδ. 2. 228. ΙΙ. Παθ., [[ναῦς]] θαλαττοῦται, «κάμνει νερά», Πολύβ. 16. 15, 2. 2) πλύνομαι διὰ θαλασσίου ὕδατος, Ἡσύχ.· - ἀλλὰ [[οἶνος]] τεθαλασσωμένος, μεμιγμένος [[μετὰ]] θαλασσίου ὕδατος, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 7, 6, Ἀθήν. 32D, πρβλ. Ὁρ. 2 Σατ. 8. 15, Πλίν. 14. 10. ΙΙΙ. Μέσ., εἶμαι [[θαλασσοπόρος]], [[ταξειδεύω]] διὰ θαλάσσης, Λουκ. Νέρ. 1.
|lstext='''θαλασσόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς θάλασσαν, ἠπείρους Ἀριστ. Κόσμ. 6, 32· [[Νεῖλος]] θ. τὴν Αἴγυπτον Ἡλιόδ. 2. 228. ΙΙ. Παθ., [[ναῦς]] θαλαττοῦται, «κάμνει νερά», Πολύβ. 16. 15, 2. 2) πλύνομαι διὰ θαλασσίου ὕδατος, Ἡσύχ.· - ἀλλὰ [[οἶνος]] τεθαλασσωμένος, μεμιγμένος [[μετὰ]] θαλασσίου ὕδατος, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 7, 6, Ἀθήν. 32D, πρβλ. Ὁρ. 2 Σατ. 8. 15, Πλίν. 14. 10. ΙΙΙ. Μέσ., εἶμαι [[θαλασσοπόρος]], [[ταξειδεύω]] διὰ θαλάσσης, Λουκ. Νέρ. 1.
}}
{{bailly
|btext=[[θαλαττόω]];<br />-ῶ :<br />couvrir des eaux de la mer, changer en mer;<br /><i><b>Moy. θαλασσόομαι-οῦμαι</b></i> naviguer, être sur mer.<br />'''Étymologie:''' [[θάλασσα]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσόω Medium diacritics: θαλασσόω Low diacritics: θαλασσόω Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΩ
Transliteration A: thalassóō Transliteration B: thalassoō Transliteration C: thalassoo Beta Code: qalasso/w

English (LSJ)

Att. θαλαττόω,

   A make or change into sea, ἠπείρους Arist.Mu. 400a27; Νεῖλος θ. τὴν Αἴγυπτον Hld.2.28.    2 purify with sea-water, Hsch. (Pass.).    II Pass., ναῦς θαλαττοῦται she leaks, Plb.16.15.2.    2 of wine, to be mixed with sea-water, Thphr.CP6.7.6; οἶνοι τεθαλασσωμένοι Ath.1.32d, cf. Gal. 13.247 (sg.), POxy.468 (iii A.D.).    III Med., to be a sea-faring man, Luc.Ner.1.

German (Pape)

[Seite 1183] zum Meere machen, überschwemmen, ἤπειρον Arist. mund. 6; vom Schiffe, ναῦς θαλαττοῦται, zieht Wasser, wird leck, Pol. 16, 15, 2; vom Weine, mit Meerwasser vermischen, Ath. I, 32 d. S. θαλασσίας. – Med. auf dem Meere schiffen, Luc. Ner. 1.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσόω: μεταβάλλω εἰς θάλασσαν, ἠπείρους Ἀριστ. Κόσμ. 6, 32· Νεῖλος θ. τὴν Αἴγυπτον Ἡλιόδ. 2. 228. ΙΙ. Παθ., ναῦς θαλαττοῦται, «κάμνει νερά», Πολύβ. 16. 15, 2. 2) πλύνομαι διὰ θαλασσίου ὕδατος, Ἡσύχ.· - ἀλλὰ οἶνος τεθαλασσωμένος, μεμιγμένος μετὰ θαλασσίου ὕδατος, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 7, 6, Ἀθήν. 32D, πρβλ. Ὁρ. 2 Σατ. 8. 15, Πλίν. 14. 10. ΙΙΙ. Μέσ., εἶμαι θαλασσοπόρος, ταξειδεύω διὰ θαλάσσης, Λουκ. Νέρ. 1.

French (Bailly abrégé)

θαλαττόω;
-ῶ :
couvrir des eaux de la mer, changer en mer;
Moy. θαλασσόομαι-οῦμαι naviguer, être sur mer.
Étymologie: θάλασσα.