θέορτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θέορτος''': -ον, (ὄρνυμαι) ἐκ τῶν θεῶν ἐγερθείς, [[θεόπεμπτος]], [[οὐράνιος]], [[ὄλβος]] Πίνδ. Ο. 2. 67∙ θέορτον ἢ βρότειον (πρβλ. [[θεόσυτος]]) Αἰσχύλ. Πρ. 765∙ - πρβλ. [[παλίνορτος]].
|lstext='''θέορτος''': -ον, (ὄρνυμαι) ἐκ τῶν θεῶν ἐγερθείς, [[θεόπεμπτος]], [[οὐράνιος]], [[ὄλβος]] Πίνδ. Ο. 2. 67∙ θέορτον ἢ βρότειον (πρβλ. [[θεόσυτος]]) Αἰσχύλ. Πρ. 765∙ - πρβλ. [[παλίνορτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> suscité, envoyé par la divinité;<br /><b>2</b> contracté avec une déesse (hymen).<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], ὄρνυμαι.
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέορτος Medium diacritics: θέορτος Low diacritics: θέορτος Capitals: ΘΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: théortos Transliteration B: theortos Transliteration C: theortos Beta Code: qe/ortos

English (LSJ)

ον, (ὄρνυμαι)

   A sprung from the gods, ὄλβος Pi.O.2.36; θέορτον ἢ βρότειον A.Pr.765.

German (Pape)

[Seite 1197] von Gott herrührend; ὄλβος Pind. Ol. 2, 40; Aesch. Prom. 764.

Greek (Liddell-Scott)

θέορτος: -ον, (ὄρνυμαι) ἐκ τῶν θεῶν ἐγερθείς, θεόπεμπτος, οὐράνιος, ὄλβος Πίνδ. Ο. 2. 67∙ θέορτον ἢ βρότειον (πρβλ. θεόσυτος) Αἰσχύλ. Πρ. 765∙ - πρβλ. παλίνορτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 suscité, envoyé par la divinité;
2 contracté avec une déesse (hymen).
Étymologie: θεός, ὄρνυμαι.