ᾖσαν: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
(6_5)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ᾖσαν''': Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ [[οἶδα]], Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ [[ἤισαν]], γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ [[εἶμι]] (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἐπῇσαν]] Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605.
|lstext='''ᾖσαν''': Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ [[οἶδα]], Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ [[ἤισαν]], γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ [[εἶμι]] (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἐπῇσαν]] Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605.
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl. impf. de</i> [[εἶμι]], aller;<br /><i>3ᵉ pl. ao. de</i> [[ᾄδω]];<br /><i>3ᵉ pl. pqp. de</i> *εἴδω.
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ᾖσαν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ οἶδα, Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ ἤισαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπῇσαν Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. de εἶμι, aller;
3ᵉ pl. ao. de ᾄδω;
3ᵉ pl. pqp. de *εἴδω.