θύραθεν: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θύρᾱθεν''': Ἐπικ. θύρηθε, Ἐπίρρ., [[ἔξωθεν]] τῆς θύρας, [[ἔξωθεν]], αἱ θ. εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 952· θ. εἰκάσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 713· θ. ἐπεισιέναι Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ. 2) [[ἔξωθεν]] τῆς θύρας, ἔξω, θύρηθ’ ἔα, [[ἤμην]] ἔξω (δηλ. τῆς θαλάσσης). Ὀδ. Ξ. 352· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνδοθεν]] (ὃ ἴδε), οὔτ’ [[ἔνδοθεν]], [[οὔτε]] [[θύραθεν]] Σοφ. Τρ. 1021· τὸν ἀέρα τὸν [[θύραθεν]] Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 46· - οἱ θ., οἱ ξένοι, οἱ πολέμιοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 68, 193· παρ’ Ἐκκλ., οἱ ἐθνικοί· - τὰ θ., τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά, Συνέσ. Ἐπ. 45.
|lstext='''θύρᾱθεν''': Ἐπικ. θύρηθε, Ἐπίρρ., [[ἔξωθεν]] τῆς θύρας, [[ἔξωθεν]], αἱ θ. εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 952· θ. εἰκάσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 713· θ. ἐπεισιέναι Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ. 2) [[ἔξωθεν]] τῆς θύρας, ἔξω, θύρηθ’ ἔα, [[ἤμην]] ἔξω (δηλ. τῆς θαλάσσης). Ὀδ. Ξ. 352· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνδοθεν]] (ὃ ἴδε), οὔτ’ [[ἔνδοθεν]], [[οὔτε]] [[θύραθεν]] Σοφ. Τρ. 1021· τὸν ἀέρα τὸν [[θύραθεν]] Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 46· - οἱ θ., οἱ ξένοι, οἱ πολέμιοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 68, 193· παρ’ Ἐκκλ., οἱ ἐθνικοί· - τὰ θ., τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά, Συνέσ. Ἐπ. 45.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de la porte, du dehors;<br /><b>2</b> du dehors, au dehors <i>sans mouv.</i> ; [[οἱ]] [[θύραθεν]] ESCHL les ennemis.<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]], -θεν.
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύρᾱθεν Medium diacritics: θύραθεν Low diacritics: θύραθεν Capitals: ΘΥΡΑΘΕΝ
Transliteration A: thýrathen Transliteration B: thyrathen Transliteration C: thyrathen Beta Code: qu/raqen

English (LSJ)

Adv.

   A from outside the door: and generally, from without, αἱ θ. εἴσοδοι E.Andr.952; θ. εἰκάσαι Id.HF 713; θ. ἐπεισιέναι Arist.GA736b28.    2 outside the door, outside, ἡ θ. ἡδονή E.Fr.1063.4; ὁ ἀὴρ ὁ θ. Arist.Resp.480a30, cf. PA642b1, οἱ θ. foreigners, the enemy, A.Th.68, 193.    3 metaph., opp. ἔνδοθεν (q.v.), S.Tr.1021(hex.).

German (Pape)

[Seite 1226] vonaußenher; αἱ θ. εἴσοδοι Eur. Andr. 952; ὡς θύρ. εἰκάσαι Herc. Fur. 713; außen, οἱ θύραθεν, die Feinde, Aesch. Spt. 68. 175.

Greek (Liddell-Scott)

θύρᾱθεν: Ἐπικ. θύρηθε, Ἐπίρρ., ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξωθεν, αἱ θ. εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 952· θ. εἰκάσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 713· θ. ἐπεισιέναι Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ. 2) ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξω, θύρηθ’ ἔα, ἤμην ἔξω (δηλ. τῆς θαλάσσης). Ὀδ. Ξ. 352· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδοθεν (ὃ ἴδε), οὔτ’ ἔνδοθεν, οὔτε θύραθεν Σοφ. Τρ. 1021· τὸν ἀέρα τὸν θύραθεν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 46· - οἱ θ., οἱ ξένοι, οἱ πολέμιοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 68, 193· παρ’ Ἐκκλ., οἱ ἐθνικοί· - τὰ θ., τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά, Συνέσ. Ἐπ. 45.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de la porte, du dehors;
2 du dehors, au dehors sans mouv. ; οἱ θύραθεν ESCHL les ennemis.
Étymologie: θύρα, -θεν.