θερμοβαφής: Difference between revisions

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θερμοβᾰφής''': -ές, ὁ βαφεὶς [[θερμός]], ἀντίθετον τῷ ψυχροβαφὴς, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 22.
|lstext='''θερμοβᾰφής''': -ές, ὁ βαφεὶς [[θερμός]], ἀντίθετον τῷ ψυχροβαφὴς, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 22.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />trempé dans l’eau chaude.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]], [[βάπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμοβᾰφής Medium diacritics: θερμοβαφής Low diacritics: θερμοβαφής Capitals: ΘΕΡΜΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: thermobaphḗs Transliteration B: thermobaphēs Transliteration C: thermovafis Beta Code: qermobafh/s

English (LSJ)

ές,

   A dyed hot, opp. ψυχροβαφής, Thphr.Od.22.

German (Pape)

[Seite 1201] ές, warm eingetaucht oder gefärbt, Ggstz ψυχροβαφής, Theophr. de od. 22.

Greek (Liddell-Scott)

θερμοβᾰφής: -ές, ὁ βαφεὶς θερμός, ἀντίθετον τῷ ψυχροβαφὴς, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
trempé dans l’eau chaude.
Étymologie: θερμός, βάπτω.