ἱερατικός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερατικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ ἱερατικὸν [[ἀξίωμα]], θυσίαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 5., 2. 34Ε, 729Α· ἡ ἱερατικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) = [[ἱερατεία]], Πλάτ. Πολιτικ. 290D· οἱ ἱερατικοί, ἡ [[τάξις]] τῶν ἱερέων, Ἡλιόδ. 7. 11. ΙΙ. ἀφιερωμένος εἰς ἱεροὺς σκοπούς, Λουκ. Φιλοψ. 12· τὰ ἱερατικά, τὸ ἱερὸν [[ταμεῖον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4595· ἴδε [[ἱερογλυφικός]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 168D, κλ.
|lstext='''ἱερατικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ ἱερατικὸν [[ἀξίωμα]], θυσίαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 5., 2. 34Ε, 729Α· ἡ ἱερατικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) = [[ἱερατεία]], Πλάτ. Πολιτικ. 290D· οἱ ἱερατικοί, ἡ [[τάξις]] τῶν ἱερέων, Ἡλιόδ. 7. 11. ΙΙ. ἀφιερωμένος εἰς ἱεροὺς σκοπούς, Λουκ. Φιλοψ. 12· τὰ ἱερατικά, τὸ ἱερὸν [[ταμεῖον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4595· ἴδε [[ἱερογλυφικός]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 168D, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de prêtre, sacerdotal;<br /><b>2</b> destiné <i>ou</i> propre aux usages sacrés.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεράομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερᾱτικός Medium diacritics: ἱερατικός Low diacritics: ιερατικός Capitals: ΙΕΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hieratikós Transliteration B: hieratikos Transliteration C: ieratikos Beta Code: i(eratiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A priestly, sacerdotal, θυσίαι Arist.Pol.1285b10; ὑπομνήματα Plu.Marc.5; στέφανος, ἁγιστεῖαι, Id.2.34e, 729a; ὀνόματα Luc.Philops.12; λόγος Ptol.Tetr. 87 (-ατητικός codd.); βίος Jul.Ep.89b; ἡ ἱ. (sc. τέχνη), = ἱερατεία, Pl.Plt.290d; οἱ ἱ. the priestly caste, Hld.7.11, cf. Dam.Pr.399. Adv. -κῶς in a sacerdotal sense, ib.256; ἱ. ζῆν as a priest should, Jul. l.c.; σεμνῶς καὶ ἱ. κρίνειν δίκας Just.Nov.79.1.    2 ἱ. βύβλος, χάρτης, name of a kind of papyrus, Str.17.1.15, PMag.Par.1.2105; κόλλημα, πιττάκιον, made of this material, ib.2068,3142.    II devoted to sacred purposes, τὰ ἱ. the sacred fund, IGRom.3.1137 (Syria, iii A.D.).    III ἱερᾱτ-ικόν, τό, name of a plaster, Gal.13.183.

German (Pape)

[Seite 1240] priesterlich, den Priester betreffend; θυσίαι Arist. pol. 3, 10; Plut. u. a. Sp.; – ἡ ἱερατική, = ἱερατεία, Plat. Pol. 290 d; – γραμμάτων μέθοδος, die Priesterschrift der Aegyptier, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερατικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ ἱερατικὸν ἀξίωμα, θυσίαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 5., 2. 34Ε, 729Α· ἡ ἱερατικὴ (δηλ. τέχνη) = ἱερατεία, Πλάτ. Πολιτικ. 290D· οἱ ἱερατικοί, ἡ τάξις τῶν ἱερέων, Ἡλιόδ. 7. 11. ΙΙ. ἀφιερωμένος εἰς ἱεροὺς σκοπούς, Λουκ. Φιλοψ. 12· τὰ ἱερατικά, τὸ ἱερὸν ταμεῖον, Συλλ. Ἐπιγρ. 4595· ἴδε ἱερογλυφικός. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 168D, κλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de prêtre, sacerdotal;
2 destiné ou propre aux usages sacrés.
Étymologie: ἱεράομαι.