κάδδιχος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάδδῐχος''': ὁ, Σικελικόν τι [[μέτρον]], [[ἴσως]] τὸ αὐτὸ καὶ [[ἡμίεκτον]], Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 53 (ἴδε Franz σ. 707). - Παρὰ Πλουτ. ἐν βίῳ Λυκ. 12, = [[κάδος]] ΙΙ, «[[κάδδιχος]] ([[κάδος]] Κοραῆς) γὰρ καλεῖται τὸ [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσιν». | |lstext='''κάδδῐχος''': ὁ, Σικελικόν τι [[μέτρον]], [[ἴσως]] τὸ αὐτὸ καὶ [[ἡμίεκτον]], Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 53 (ἴδε Franz σ. 707). - Παρὰ Πλουτ. ἐν βίῳ Λυκ. 12, = [[κάδος]] ΙΙ, «[[κάδδιχος]] ([[κάδος]] Κοραῆς) γὰρ καλεῖται τὸ [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσιν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κάδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (κάδος)
A jar, κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι Plu.Lyc.12: hence, voting-urn, whence κεκαδδίχθαι, to be rejected on a vote, ibid.; also, a measure,= ἡμίεκτον, Hsch., cf. Tab.Heracl.1.52, IG5(1).1447.10 (Messene, iii/ii B.C.):— Lacon. καδίκορ, Hsch. s.v. ἐνδεκαδίκορ.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, ein Getreidemaaß von vier χοίνικες, auch heiliges Opferbrot, Hesych. S. καδδίζω.
Greek (Liddell-Scott)
κάδδῐχος: ὁ, Σικελικόν τι μέτρον, ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ ἡμίεκτον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 53 (ἴδε Franz σ. 707). - Παρὰ Πλουτ. ἐν βίῳ Λυκ. 12, = κάδος ΙΙ, «κάδδιχος (κάδος Κοραῆς) γὰρ καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσιν».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. κάδος.