ἰύζω: Difference between revisions
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰύζω''': (ῡ): ἀόρ. ἴυξα Πίνδ.: - [[κραυγάζω]], βοῶ, «χουγιάζω», πολλὰ μάλ᾿ ἰύζουσιν Ἰλ. Ρ. 66· οἱ δ᾿ ἰύζοντες ἕποντο Ὀδ. Ο. 162· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπὶ ἀνθρώπων βοώντων πρὸς ἐκφόβησιν καὶ ἀποδίωξιν ἀγρίου θηρίου, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 507· ― βραδύτερον, [[κραυγάζω]], βοῶ ἐκ λύπης ἢ ἄλγους, ἴυξεν ἀφωνήτῳ [[ἄχει]] Πινδ. Π. 4. 422· παρ᾿ Αἰσχύλ. μόνον κατὰ προστ., ἴυζ. ἄποτμον βοὰν Πέρσ. 280, πρβλ. 1042, Ἱκέτ. 808, 873· μετοχ. ἰύζων Σοφ. Τρ. 787. (Ἐκ τοῦ ἐπιφωνήματος ἰΰ, ὃ ἴδε). ῑ Ἐπικ. καὶ παρὰ Πινδ.· ῐ ἐν Σοφ. Τρ. 787· ι ἀβέβαιον παρ᾿ Αἰσχύλ. | |lstext='''ἰύζω''': (ῡ): ἀόρ. ἴυξα Πίνδ.: - [[κραυγάζω]], βοῶ, «χουγιάζω», πολλὰ μάλ᾿ ἰύζουσιν Ἰλ. Ρ. 66· οἱ δ᾿ ἰύζοντες ἕποντο Ὀδ. Ο. 162· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπὶ ἀνθρώπων βοώντων πρὸς ἐκφόβησιν καὶ ἀποδίωξιν ἀγρίου θηρίου, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 507· ― βραδύτερον, [[κραυγάζω]], βοῶ ἐκ λύπης ἢ ἄλγους, ἴυξεν ἀφωνήτῳ [[ἄχει]] Πινδ. Π. 4. 422· παρ᾿ Αἰσχύλ. μόνον κατὰ προστ., ἴυζ. ἄποτμον βοὰν Πέρσ. 280, πρβλ. 1042, Ἱκέτ. 808, 873· μετοχ. ἰύζων Σοφ. Τρ. 787. (Ἐκ τοῦ ἐπιφωνήματος ἰΰ, ὃ ἴδε). ῑ Ἐπικ. καὶ παρὰ Πινδ.· ῐ ἐν Σοφ. Τρ. 787· ι ἀβέβαιον παρ᾿ Αἰσχύλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἰύξω, <i>ao.</i> ἴυξα;<br />pousser un cri aigu ; <i>particul.</i> faire retentir : τινι [[βοάν]] ESCHL sur qqn des cris lugubres ; <i>abs.</i> pousser des cris plaintifs, se lamenter.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
aor.
A ἴυξα Pi.P.4.237:—shout, yell, in order to scare beasts, πολλὰ μάλ' ἰύζουσιν Il.17.66; οἱ δ' ἰύζοντες ἕποντο Od.15.162; later, yell from grief or pain, cry out, ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει Pi. l.c.; used by A. in lyr., only in imper., ἴυζ' ἄποτμον βοάν Pers.281, cf. 1042, Supp. 808, 872; part., ἰύζων S.Tr.787; ἰύζων ἀν' ὄρος Call.Fr.512 (perh. here = piping, cf. sq.); of bees, buzz, Q.S.1.440. (From the Interjection ἰΰ, q.v. (from ἰού acc. to EM480.6): ϝι-, cf. ἀβίυκτος, ἐκβιούζει. [ῑ Ep. and Pi.; ῐ in S.Tr.787, and prob. in A.]
Greek (Liddell-Scott)
ἰύζω: (ῡ): ἀόρ. ἴυξα Πίνδ.: - κραυγάζω, βοῶ, «χουγιάζω», πολλὰ μάλ᾿ ἰύζουσιν Ἰλ. Ρ. 66· οἱ δ᾿ ἰύζοντες ἕποντο Ὀδ. Ο. 162· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπὶ ἀνθρώπων βοώντων πρὸς ἐκφόβησιν καὶ ἀποδίωξιν ἀγρίου θηρίου, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 507· ― βραδύτερον, κραυγάζω, βοῶ ἐκ λύπης ἢ ἄλγους, ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει Πινδ. Π. 4. 422· παρ᾿ Αἰσχύλ. μόνον κατὰ προστ., ἴυζ. ἄποτμον βοὰν Πέρσ. 280, πρβλ. 1042, Ἱκέτ. 808, 873· μετοχ. ἰύζων Σοφ. Τρ. 787. (Ἐκ τοῦ ἐπιφωνήματος ἰΰ, ὃ ἴδε). ῑ Ἐπικ. καὶ παρὰ Πινδ.· ῐ ἐν Σοφ. Τρ. 787· ι ἀβέβαιον παρ᾿ Αἰσχύλ.
French (Bailly abrégé)
f. ἰύξω, ao. ἴυξα;
pousser un cri aigu ; particul. faire retentir : τινι βοάν ESCHL sur qqn des cris lugubres ; abs. pousser des cris plaintifs, se lamenter.
Étymologie: DELG onomatopée.