καλλίπαις: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλίπαις''': παιδος, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραῖα τέκνα, εἰ μή σε Λητὼ [[καλλίπαις]] ἐγίνατο Τραγ. παρὰ Γαλην. 11. 483· καλ. [[πότμος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 762· καλ. [[στέφανος]] = [[στέφανος]] τῶν παίδων, Εὐρ, Ἡρ. Μαιν. 839· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζολόγοις, Πλάτ. Φαῖδρ. 261Α, Ἀριστ. παρὰ Αἰλ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 1. 14, Ἀριστείδ. 1. 235. ΙΙ. ὡραῖον [[τέκνον]], Εὐρ. Ὀρ. 964· καλλι-, ΙΙ.
|lstext='''καλλίπαις''': παιδος, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραῖα τέκνα, εἰ μή σε Λητὼ [[καλλίπαις]] ἐγίνατο Τραγ. παρὰ Γαλην. 11. 483· καλ. [[πότμος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 762· καλ. [[στέφανος]] = [[στέφανος]] τῶν παίδων, Εὐρ, Ἡρ. Μαιν. 839· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζολόγοις, Πλάτ. Φαῖδρ. 261Α, Ἀριστ. παρὰ Αἰλ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 1. 14, Ἀριστείδ. 1. 235. ΙΙ. ὡραῖον [[τέκνον]], Εὐρ. Ὀρ. 964· καλλι-, ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=παιδος (ὁ, ἡ)<br />qui a de beaux enfants.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[παῖς]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίπαις Medium diacritics: καλλίπαις Low diacritics: καλλίπαις Capitals: ΚΑΛΛΙΠΑΙΣ
Transliteration A: kallípais Transliteration B: kallipais Transliteration C: kallipais Beta Code: kalli/pais

English (LSJ)

[ῐ], παιδος, ὁ, ἡ,

   A with beautiful children, blessed with fair children, Λητώ Trag.Adesp.178; κ. πότμος A.Ag.762 (lyr.); κ. στέφανος E.HF839: also in Prose, Pl.Phdr.261a, Arist. ap. Ael.VH1.14, Aristid.Or.17(15).20.    II beautiful child, Περσέφασσα κ. θεά E.Or. 964 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1310] παιδος, mit schönen Kindern; οἴκων εὐθυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί Aesch. Ag. 740; καλλίπαις στέφανος, der Kranz schöner Kinder, Eur. Herc. Fur. 839; bei Plat. Phaedr. 261 a heißt Phädrus so, als Vater schöner Reden; – Νερτέρων καλλίπαις θεά, schönes Kind, Eur. Or. 962.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραῖα τέκνα, εἰ μή σε Λητὼ καλλίπαις ἐγίνατο Τραγ. παρὰ Γαλην. 11. 483· καλ. πότμος Αἰσχύλ. Ἀγ. 762· καλ. στέφανος = στέφανος τῶν παίδων, Εὐρ, Ἡρ. Μαιν. 839· ὡσαύτως παρὰ πεζολόγοις, Πλάτ. Φαῖδρ. 261Α, Ἀριστ. παρὰ Αἰλ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 1. 14, Ἀριστείδ. 1. 235. ΙΙ. ὡραῖον τέκνον, Εὐρ. Ὀρ. 964· καλλι-, ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
qui a de beaux enfants.
Étymologie: καλός, παῖς.