κακοδαιμονάω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκοδαιμονάω''': κατέχομαι ἢ βασανίζομαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, εἶμαι ὥς τις δαιμονιζόμενος, Ἀριστοφ. Πλ. 372, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5, Δημ. 93. 24 (κοινῶς κακοδαιμονοῦσι), Δείναρχ. 101. 41, Πλουτ. Λούκουλλ. 4· πρβλ. [[κακοδαιμονία]] ΙΙ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 79.
|lstext='''κᾰκοδαιμονάω''': κατέχομαι ἢ βασανίζομαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, εἶμαι ὥς τις δαιμονιζόμενος, Ἀριστοφ. Πλ. 372, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5, Δημ. 93. 24 (κοινῶς κακοδαιμονοῦσι), Δείναρχ. 101. 41, Πλουτ. Λούκουλλ. 4· πρβλ. [[κακοδαιμονία]] ΙΙ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 79.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être inspiré par un mauvais génie ; être en démence.<br />'''Étymologie:''' [[κακοδαίμων]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδαιμονάω Medium diacritics: κακοδαιμονάω Low diacritics: κακοδαιμονάω Capitals: ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΑΩ
Transliteration A: kakodaimonáō Transliteration B: kakodaimonaō Transliteration C: kakodaimonao Beta Code: kakodaimona/w

English (LSJ)

   A to be tormented by an evil genius, possessed by an evil spirit, Ar.Pl.372, X.Mem.2.1.5, D.8.16 (-οῦσι codd.), Din.1.91, v.l. for sq. in M.Ant.2.8.

German (Pape)

[Seite 1299] von einem bösen Dämon besessen sein, wie ein Besessener handeln, rasen; Ar. Plut. 372; Xen. Mem. 2, 1, 5; Din. 1, 91. S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδαιμονάω: κατέχομαι ἢ βασανίζομαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, εἶμαι ὥς τις δαιμονιζόμενος, Ἀριστοφ. Πλ. 372, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5, Δημ. 93. 24 (κοινῶς κακοδαιμονοῦσι), Δείναρχ. 101. 41, Πλουτ. Λούκουλλ. 4· πρβλ. κακοδαιμονία ΙΙ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 79.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être inspiré par un mauvais génie ; être en démence.
Étymologie: κακοδαίμων.