κακοπάθεια: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακοπάθεια''': ἡ, τὸ κακοπαθεῖν, τὸ πάσχειν δεινά, [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11 (ἐν τῷ πληθ.), Ἀντιφῶν 122. 19, 131, Ἰσοκρ. 127C· (ἐν τῷ πληθ.), ταῖς παρὰ τὴν ἀξίαν νῦν κακοπαθείαις Θουκ. 7. 77. | |lstext='''κακοπάθεια''': ἡ, τὸ κακοπαθεῖν, τὸ πάσχειν δεινά, [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11 (ἐν τῷ πληθ.), Ἀντιφῶν 122. 19, 131, Ἰσοκρ. 127C· (ἐν τῷ πληθ.), ταῖς παρὰ τὴν ἀξίαν νῦν κακοπαθείαις Θουκ. 7. 77. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[κακοπαθία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ,
A distress, misery, Hp.VM10, Antipho 3.2.11, lsoc.6.55, Arist.Pol.1278b28; σώματος Antipho 5.18; of plants or trees, Thphr.CP3.7.8; strain, stress, on the parts of a machine, Hero Bel.93.1: pl., Hp. l.c.; ταῖς παρὰ τὴν ἀξίαν νῦν κακοπαθείαις your present unmerited sufferings, Th.7.77:—later, usu. written κᾰκοπαθ-παθία, IG22.900.16 (ii B.C.), SIG685.30 (Magnesia, ii B.C.), BGU 1209.7 (i B.C.), Ep.Jac.5.10: pl., IG12(7).386.24 (Amorgos, iii B.C.), Phld.Piet.86, etc.; laborious toil, perseverance, BGU l.c. (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1301] ἡ, Leiden, Unglück; σώματος Antiph. 5, 18, vgl. 3 β 11; neben ξυμφοραί Thuc. 7, 77; Pol. 2, 25, 10; D. Sic. 2, 13.
Greek (Liddell-Scott)
κακοπάθεια: ἡ, τὸ κακοπαθεῖν, τὸ πάσχειν δεινά, δυστυχία, ἀθλιότης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11 (ἐν τῷ πληθ.), Ἀντιφῶν 122. 19, 131, Ἰσοκρ. 127C· (ἐν τῷ πληθ.), ταῖς παρὰ τὴν ἀξίαν νῦν κακοπαθείαις Θουκ. 7. 77.
French (Bailly abrégé)
v. κακοπαθία.