καρτερικός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρτερικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ καρτερῇ, νὰ ὑπομένῃ. Ἀμειψίας ἐν «Κόνῳ» 1, Ἰσοκρ. 181C, κτλ.· πρὸς χειμῶνα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Πλάτ. Ὅρ. 12Α· ἀντίθετον τῷ μαλακὸς καὶ διαστελλόμενον ἀπὸ τοῦ ἐγκρατὴς (πρβλ. [[καρτερία]]), Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 7. 7, 4.- Ἐπίρρ. -καρτερικῶς, [[αὐτόθι]] 10. 9. 8.
|lstext='''καρτερικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ καρτερῇ, νὰ ὑπομένῃ. Ἀμειψίας ἐν «Κόνῳ» 1, Ἰσοκρ. 181C, κτλ.· πρὸς χειμῶνα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Πλάτ. Ὅρ. 12Α· ἀντίθετον τῷ μαλακὸς καὶ διαστελλόμενον ἀπὸ τοῦ ἐγκρατὴς (πρβλ. [[καρτερία]]), Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 7. 7, 4.- Ἐπίρρ. -καρτερικῶς, [[αὐτόθι]] 10. 9. 8.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />ferme, patient, dur au mal : καρτερικὸς [[πρός]] [[τι]] capable de supporter qch;<br /><i>Sp.</i> καρτερικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[καρτερός]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερικός Medium diacritics: καρτερικός Low diacritics: καρτερικός Capitals: ΚΑΡΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: karterikós Transliteration B: karterikos Transliteration C: karterikos Beta Code: karteriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of endurance, patient, Amips.9, Isoc.8.109, etc.; πρὸς Χειμῶνα X.Mem.1.2.1 (Sup.); ῥώμη κ. πρὸς ἀρετήν Pl.Def.412a: Sup., Luc.Anach.38; opp. μαλακός and distd. from ἐγκρατής (cf. καρτερία), Arist.EN1150a33. Adv. -κῶς ib. 1179b33, Marin.Procl.12.

German (Pape)

[Seite 1330] zum Ausharren, zur Standhaftigkeit geneigt, geeignet, geübt darin; καὶ φιλόπονος Isocr. 2, 45; Ggstz μαλακός Arist. Eth. 7, 7; enthaltsam, Pol. 2, 9; πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος Xen. Mem. 1, 2, 1; Sp. – Adv., σωφρόνως καὶ καρτερικῶς ζῆν Arist. Eth. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

καρτερικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ καρτερῇ, νὰ ὑπομένῃ. Ἀμειψίας ἐν «Κόνῳ» 1, Ἰσοκρ. 181C, κτλ.· πρὸς χειμῶνα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Πλάτ. Ὅρ. 12Α· ἀντίθετον τῷ μαλακὸς καὶ διαστελλόμενον ἀπὸ τοῦ ἐγκρατὴς (πρβλ. καρτερία), Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 7. 7, 4.- Ἐπίρρ. -καρτερικῶς, αὐτόθι 10. 9. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ferme, patient, dur au mal : καρτερικὸς πρός τι capable de supporter qch;
Sp. καρτερικώτατος.
Étymologie: καρτερός.