κατακάρφω: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακάρφω''': (ἴδε [[κάρφω]]), ποιῶ τι ὡς [[κάρφος]], [[μαραίνω]] ἢ [[ξηραίνω]] ἐντελῶς, [[ἀφανίζω]], Ἡσύχ. - Παθ., ξηραίνομαι, [[πίπτω]] [[κάτω]] [[ξηρός]], φυλλάδος κατακαρφομένης Αἰσχύλ. Ἀγ. 80.
|lstext='''κατακάρφω''': (ἴδε [[κάρφω]]), ποιῶ τι ὡς [[κάρφος]], [[μαραίνω]] ἢ [[ξηραίνω]] ἐντελῶς, [[ἀφανίζω]], Ἡσύχ. - Παθ., ξηραίνομαι, [[πίπτω]] [[κάτω]] [[ξηρός]], φυλλάδος κατακαρφομένης Αἰσχύλ. Ἀγ. 80.
}}
{{bailly
|btext=dessécher entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κάρφω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακάρφω Medium diacritics: κατακάρφω Low diacritics: κατακάρφω Capitals: ΚΑΤΑΚΑΡΦΩ
Transliteration A: katakárphō Transliteration B: katakarphō Transliteration C: katakarfo Beta Code: kataka/rfw

English (LSJ)

fut. -κάρψω,

   A parch up, Hsch.:—Pass., wither, fall into the sere, A.Ag.80 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1352] einschrumpfen lassen, pass. vertrocknen, φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης Aesch. Ag. 80.

Greek (Liddell-Scott)

κατακάρφω: (ἴδε κάρφω), ποιῶ τι ὡς κάρφος, μαραίνωξηραίνω ἐντελῶς, ἀφανίζω, Ἡσύχ. - Παθ., ξηραίνομαι, πίπτω κάτω ξηρός, φυλλάδος κατακαρφομένης Αἰσχύλ. Ἀγ. 80.

French (Bailly abrégé)

dessécher entièrement.
Étymologie: κατά, κάρφω.