Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακκάω: Difference between revisions

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακκάω''': «[[κάμνω]] τὰ κακκά μου», παιδικὴ [[λέξις]], κακκᾶν δ’ ἂν οὐκ ἔφθης φράσαι, [[κἀγὼ]] λαβὼν [[θύραζε]] ἐξέφερον ἂν καὶ προὐσχόμην σε, «δὲν ἐπρόφθανες νὰ ’πῇς ἔχω κακκὰ καὶ σ’ ἔπαιρνα ἔξω καὶ σὲ κρατοῦσα νὰ τὰ κάμῃς», Ἀριστοφ. Νεφ. 1383 (Βιβλ. κακᾶν), 1390.
|lstext='''κακκάω''': «[[κάμνω]] τὰ κακκά μου», παιδικὴ [[λέξις]], κακκᾶν δ’ ἂν οὐκ ἔφθης φράσαι, [[κἀγὼ]] λαβὼν [[θύραζε]] ἐξέφερον ἂν καὶ προὐσχόμην σε, «δὲν ἐπρόφθανες νὰ ’πῇς ἔχω κακκὰ καὶ σ’ ἔπαιρνα ἔξω καὶ σὲ κρατοῦσα νὰ τὰ κάμῃς», Ἀριστοφ. Νεφ. 1383 (Βιβλ. κακᾶν), 1390.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[χέζω]].<br />'''Étymologie:''' [[κάκκη]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακκάω Medium diacritics: κακκάω Low diacritics: κακκάω Capitals: ΚΑΚΚΑΩ
Transliteration A: kakkáō Transliteration B: kakkaō Transliteration C: kakkao Beta Code: kakka/w

English (LSJ)

   A cacare, Ar.Nu.1384, 1390.

German (Pape)

[Seite 1299] bessere Form für κακάω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κακκάω: «κάμνω τὰ κακκά μου», παιδικὴ λέξις, κακκᾶν δ’ ἂν οὐκ ἔφθης φράσαι, κἀγὼ λαβὼν θύραζε ἐξέφερον ἂν καὶ προὐσχόμην σε, «δὲν ἐπρόφθανες νὰ ’πῇς ἔχω κακκὰ καὶ σ’ ἔπαιρνα ἔξω καὶ σὲ κρατοῦσα νὰ τὰ κάμῃς», Ἀριστοφ. Νεφ. 1383 (Βιβλ. κακᾶν), 1390.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. χέζω.
Étymologie: κάκκη.