καταιθύσσω: Difference between revisions
From LSJ
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταιθύσσω''': κινοῦμαι [[ταχέως]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε [[ἐπάνω]] εἴς τι, κυματίζω, ἅπαν [[νῶτον]] καταίθυσσον (πλόκαμοι) Πινδ. Π. 4. 147· ([[Κάστωρ]]) καταιθύσσει (κάτ’ αἰθύσσει Christ) ἑστίαν, καταπέμπει τὴν λάμψιν του ἐπὶ τῆς ἑστίας, [[αὐτόθι]] 5. 13. | |lstext='''καταιθύσσω''': κινοῦμαι [[ταχέως]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε [[ἐπάνω]] εἴς τι, κυματίζω, ἅπαν [[νῶτον]] καταίθυσσον (πλόκαμοι) Πινδ. Π. 4. 147· ([[Κάστωρ]]) καταιθύσσει (κάτ’ αἰθύσσει Christ) ἑστίαν, καταπέμπει τὴν λάμψιν του ἐπὶ τῆς ἑστίας, [[αὐτόθι]] 5. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire briller, illuminer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἰθύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A wave or float down, πλόκαμοι . . νῶτον καταίθυσσον Pi.P.4.83; εὐδίαν ὃς καταιθύσσει ἑστίαν sheds fair weather down upon the hearth, ib.5.11:—hence καταῖθυξ ὄμβρος, Trag.Adesp. 216.
German (Pape)
[Seite 1350] von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab, Pind. P. 4, 83; Κάστωρ καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Heerd, das Haus, P. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
καταιθύσσω: κινοῦμαι ταχέως τῇδε κἀκεῖσε ἐπάνω εἴς τι, κυματίζω, ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (πλόκαμοι) Πινδ. Π. 4. 147· (Κάστωρ) καταιθύσσει (κάτ’ αἰθύσσει Christ) ἑστίαν, καταπέμπει τὴν λάμψιν του ἐπὶ τῆς ἑστίας, αὐτόθι 5. 13.