Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπρίω: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπρίω''': ῑ, καταπριονίζω, [[σχίζω]] διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) [[κατακόπτω]] ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ [[κύμινον]] Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- [[ὡσαύτως]] -[[πρίζω]], διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.
|lstext='''καταπρίω''': ῑ, καταπριονίζω, [[σχίζω]] διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) [[κατακόπτω]] ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ [[κύμινον]] Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- [[ὡσαύτως]] -[[πρίζω]], διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.
}}
{{bailly
|btext=scier, couper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πρίω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπρίω Medium diacritics: καταπρίω Low diacritics: καταπρίω Capitals: ΚΑΤΑΠΡΙΩ
Transliteration A: katapríō Transliteration B: katapriō Transliteration C: kataprio Beta Code: katapri/w

English (LSJ)

[ῑ],

   A saw up, κορμοὺς ξύλων Hdt.7.36; saw asunder, LXXSu.59.    2 cut or bite into pieces, κύμινον Theoc.10.55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al.283.

German (Pape)

[Seite 1372] (s. πρίω), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, theilen, κύμινον Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.

Greek (Liddell-Scott)

καταπρίω: ῑ, καταπριονίζω, σχίζω διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) κατακόπτω ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ κύμινον Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- ὡσαύτως -πρίζω, διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.

French (Bailly abrégé)

scier, couper.
Étymologie: κατά, πρίω.