καταβιβρώσκω: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβιβρώσκω''': μέλλ. -βρώσομαι: ἀόρ. κατέβρων· παθ. πρκμ. καταβέβρωμαι: ἀόρ. κατεβρώθην· πρβλ. [[καταβρώθω]]. Κατατρώγω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 127, Ἡρόδ. 3. 16· καταβεβρωκὼς σιτία [[ἴσως]] ἐλεφάντων τεττάρων Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 1· μεταφ., καταβεβρώκασι… τὰς οὐσίας, [[ἔφαγον]] τὰς περιουσίας των, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30. -Παθ., καταβέβρωται Ἡρόδ. 4. 199, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 110A· -(περὶ τοῦ [[καταβρώξειε]] ἐν Διον. Π. 604, ἴδε ἐν λ. [[καταβρόξειε]]). | |lstext='''καταβιβρώσκω''': μέλλ. -βρώσομαι: ἀόρ. κατέβρων· παθ. πρκμ. καταβέβρωμαι: ἀόρ. κατεβρώθην· πρβλ. [[καταβρώθω]]. Κατατρώγω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 127, Ἡρόδ. 3. 16· καταβεβρωκὼς σιτία [[ἴσως]] ἐλεφάντων τεττάρων Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 1· μεταφ., καταβεβρώκασι… τὰς οὐσίας, [[ἔφαγον]] τὰς περιουσίας των, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30. -Παθ., καταβέβρωται Ἡρόδ. 4. 199, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 110A· -(περὶ τοῦ [[καταβρώξειε]] ἐν Διον. Π. 604, ἴδε ἐν λ. [[καταβρόξειε]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> καταβρώσομαι, <i>ao.</i> κατέβρωσα, <i>ao.2</i> κατέβρων, <i>pf.</i> καταβέβρωκα;<br />avaler, dévorer, engloutir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιβρώσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
(pres. not found,
A v. ἐσθίω), aor. κατέβρων h.Ap. 127: pf. Pass. καταβέβρωμαι: aor. κατεβρώθην (v. infr.):—eat up, devour, h.Ap. l.c.; καταβεβρωκὼς σιτία ἴσως ἐλεφάντων τεττάρων Antiph.82: metaph., καταβεβρώκασι . . τὰς οὐσίας Hegesipp.Com.1.30; τὰ ὄντα Hyp.Fr.249:—Pass., ὑπὸ εὐλέων κατεβρώθη Hdt.3.16; κατεβρώθη ὑπὸ τῶν ἰδίων κυνῶν Palaeph.6; καταβέβρωται Hdt.4.199; ὑπ' ἰχθύων prob. in Phld.Mort.32; to be corroded, Pl.Phd.110a.
German (Pape)
[Seite 1340] (s. βιβρώσκω), verzehren, aufzehren; ἐπειδὴ κατέβρως ἄμβροτον εἶδαρ H. h. Apoll. 127; ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπός Her. 4, 199; ἵνα μὴ ὑπὸ εὐλέων καταβρωθῃ 3, 202; τὰ ἐνθάδε διεφθαρμένα ἐστὶ καὶ καταβεβρωμένα Plat. Phaed. 110 a; Folgde, wie Arist. H. A. 6, 37; Luc. conscr. hist. 28. Auch übertr., τὰ ὄντα Hyperid. Poll. 6, 39; οἳ καταβεβρώκασ' ἕνεκ' ἐμοῦ τὰς οὐσίας, sie haben aufgewendet, Hegesipp. bei Ath. VII, 290 e; τὸν ἀγρὸν εἰς ὀψοφαγίαν VIII, 344 b. Vgl. καταβρόξειε.
Greek (Liddell-Scott)
καταβιβρώσκω: μέλλ. -βρώσομαι: ἀόρ. κατέβρων· παθ. πρκμ. καταβέβρωμαι: ἀόρ. κατεβρώθην· πρβλ. καταβρώθω. Κατατρώγω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 127, Ἡρόδ. 3. 16· καταβεβρωκὼς σιτία ἴσως ἐλεφάντων τεττάρων Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 1· μεταφ., καταβεβρώκασι… τὰς οὐσίας, ἔφαγον τὰς περιουσίας των, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30. -Παθ., καταβέβρωται Ἡρόδ. 4. 199, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 110A· -(περὶ τοῦ καταβρώξειε ἐν Διον. Π. 604, ἴδε ἐν λ. καταβρόξειε).
French (Bailly abrégé)
f. καταβρώσομαι, ao. κατέβρωσα, ao.2 κατέβρων, pf. καταβέβρωκα;
avaler, dévorer, engloutir.
Étymologie: κατά, βιβρώσκω.