καταλειτουργέω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλειτουργέω''': δαπανῶ ἅπασαν τὴν περιουσίαν μου εἰς τὰς δημοσίας ὑπηρεσίας (λειτουργίας), Ἰσαῖ. 108. 29, Δημ. 956. 20· πρβλ. κατὰ E. VI.
|lstext='''καταλειτουργέω''': δαπανῶ ἅπασαν τὴν περιουσίαν μου εἰς τὰς δημοσίας ὑπηρεσίας (λειτουργίας), Ἰσαῖ. 108. 29, Δημ. 956. 20· πρβλ. κατὰ E. VI.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dépenser tous ses biens pour le service de l’État.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λειτουργέω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλειτουργέω Medium diacritics: καταλειτουργέω Low diacritics: καταλειτουργέω Capitals: ΚΑΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: kataleitourgéō Transliteration B: kataleitourgeō Transliteration C: kataleitourgeo Beta Code: kataleitourge/w

English (LSJ)

Att. καταλῃτουργέω,

   A spend one's substance in bearing the public burdens, D.36.39:—Pass., prob. in Is.Fr.130 S. (= 29 T.); τὰ ἴδια πατρίδι Χρήματα BCH44.91 (Lagina).

German (Pape)

[Seite 1359] durch Liturgien, bei Verwalten von Staatsämtern u. Lasten aufwenden, verbrauchen, πολλὰ καταλελειτουργηκώς Dem. 36, 39.

Greek (Liddell-Scott)

καταλειτουργέω: δαπανῶ ἅπασαν τὴν περιουσίαν μου εἰς τὰς δημοσίας ὑπηρεσίας (λειτουργίας), Ἰσαῖ. 108. 29, Δημ. 956. 20· πρβλ. κατὰ E. VI.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dépenser tous ses biens pour le service de l’État.
Étymologie: κατά, λειτουργέω.