κερκίζω: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερκίζω''': [[κάμνω]] τὸ [[ὕφασμα]] πυκνὸν διὰ τῆς κερκίδος, Πλάτ. Κρατ. 387Ε, Σοφιστ. 226Β· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς κερκίδος ὡς ἐνεργούσης, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 4, 3.
|lstext='''κερκίζω''': [[κάμνω]] τὸ [[ὕφασμα]] πυκνὸν διὰ τῆς κερκίδος, Πλάτ. Κρατ. 387Ε, Σοφιστ. 226Β· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς κερκίδος ὡς ἐνεργούσης, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 4, 3.
}}
{{bailly
|btext=tisser avec la navette.<br />'''Étymologie:''' [[κερκίς]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερκίζω Medium diacritics: κερκίζω Low diacritics: κερκίζω Capitals: ΚΕΡΚΙΖΩ
Transliteration A: kerkízō Transliteration B: kerkizō Transliteration C: kerkizo Beta Code: kerki/zw

English (LSJ)

   A separate the web with the κερκίς, Pl.Cra.388b, Sph.226b; εἰ αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον αὐταί Arist.Pol.1253b37.

German (Pape)

[Seite 1424] mit dem Weberschiffe das Gewebe festschlagen, weben; Plat. Cratyl. 387 e Soph. 226 b; αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον Arist. pol. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

κερκίζω: κάμνω τὸ ὕφασμα πυκνὸν διὰ τῆς κερκίδος, Πλάτ. Κρατ. 387Ε, Σοφιστ. 226Β· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς κερκίδος ὡς ἐνεργούσης, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

tisser avec la navette.
Étymologie: κερκίς.