κέρνος: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κέρνος''': -εος, τό, Ἀθήν. 476F, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[κέρνος]], ου, ὁ, Σχολ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 217· καὶ πληθ., [[κέρνα]], τά, [[Πολυδ]]. Δ΄, 103· ― μέγα πήλινον [[πινάκιον]] ἔχον ἐν τῷ πυθμένι κοιλώματα, ἐν οἷς διάφοροι καρποὶ προσεφέροντο κατὰ τὰς τελετὰς τῶν Κορυβάντων, πρβλ. Müller. Archäol. d. Kunst. § 300· ἐφέρετο δὲ ὑπό τινος ἱερείας ἢ ἱερέως, [[ὅστις]] ἐκαλεῖτο κερνᾶς, Ἀνθ. Π. 7. 709· ἢ κερνοφόρος, Νικ. Ἀλεξιφ. 217· [[ἐντεῦθεν]], κερνοφόρος [[ὄρχησις]] ἢ κερ. [[ὄρχημα]], ἀγρία τις κορυβαντιώδης [[ὄρχησις]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 103, Ἀθήν. 629Ε· [[ἐντεῦθεν]] καὶ τὸ [[ῥῆμα]] κερνοφορέω, Κλήμ. Ἀλ. 14, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ΙΙ. [[κέρνα]], τά, δύο πλάγιαι τραχύτητες τῶν σπονδύλων, [[Πολυδ]]. Β΄, 180. | |lstext='''κέρνος''': -εος, τό, Ἀθήν. 476F, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[κέρνος]], ου, ὁ, Σχολ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 217· καὶ πληθ., [[κέρνα]], τά, [[Πολυδ]]. Δ΄, 103· ― μέγα πήλινον [[πινάκιον]] ἔχον ἐν τῷ πυθμένι κοιλώματα, ἐν οἷς διάφοροι καρποὶ προσεφέροντο κατὰ τὰς τελετὰς τῶν Κορυβάντων, πρβλ. Müller. Archäol. d. Kunst. § 300· ἐφέρετο δὲ ὑπό τινος ἱερείας ἢ ἱερέως, [[ὅστις]] ἐκαλεῖτο κερνᾶς, Ἀνθ. Π. 7. 709· ἢ κερνοφόρος, Νικ. Ἀλεξιφ. 217· [[ἐντεῦθεν]], κερνοφόρος [[ὄρχησις]] ἢ κερ. [[ὄρχημα]], ἀγρία τις κορυβαντιώδης [[ὄρχησις]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 103, Ἀθήν. 629Ε· [[ἐντεῦθεν]] καὶ τὸ [[ῥῆμα]] κερνοφορέω, Κλήμ. Ἀλ. 14, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ΙΙ. [[κέρνα]], τά, δύο πλάγιαι τραχύτητες τῶν σπονδύλων, [[Πολυδ]]. Β΄, 180. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους (τό) :<br />vase de terre avec des compartiments (κοτυλίσκοι) où les Corybantes apportaient les fruits pour le sacrifice.<br />'''Étymologie:''' DELG mot techn. et rituel sans explication, prob. emprunté au substrat. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
εος, τό, Ammon. ap. Ath.11.476f, Hsch. (pl.):—also κέρνος, ου, ὁ, Sch.Nic.Al.217: pl. κέρνα, τά, Poll.4.103:—
A earthen dish with small pots affixed for miscellaneous offerings, Ath.l.c., etc.; wrongly expld., = λίκνον, Sch.Pl.Grg.497c.
German (Pape)
[Seite 1425] ὁ u. τό, s. das Vorige.
Greek (Liddell-Scott)
κέρνος: -εος, τό, Ἀθήν. 476F, Ἡσύχ.· ὡσαύτως κέρνος, ου, ὁ, Σχολ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 217· καὶ πληθ., κέρνα, τά, Πολυδ. Δ΄, 103· ― μέγα πήλινον πινάκιον ἔχον ἐν τῷ πυθμένι κοιλώματα, ἐν οἷς διάφοροι καρποὶ προσεφέροντο κατὰ τὰς τελετὰς τῶν Κορυβάντων, πρβλ. Müller. Archäol. d. Kunst. § 300· ἐφέρετο δὲ ὑπό τινος ἱερείας ἢ ἱερέως, ὅστις ἐκαλεῖτο κερνᾶς, Ἀνθ. Π. 7. 709· ἢ κερνοφόρος, Νικ. Ἀλεξιφ. 217· ἐντεῦθεν, κερνοφόρος ὄρχησις ἢ κερ. ὄρχημα, ἀγρία τις κορυβαντιώδης ὄρχησις, Πολυδ. Δ΄, 103, Ἀθήν. 629Ε· ἐντεῦθεν καὶ τὸ ῥῆμα κερνοφορέω, Κλήμ. Ἀλ. 14, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ΙΙ. κέρνα, τά, δύο πλάγιαι τραχύτητες τῶν σπονδύλων, Πολυδ. Β΄, 180.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
vase de terre avec des compartiments (κοτυλίσκοι) où les Corybantes apportaient les fruits pour le sacrifice.
Étymologie: DELG mot techn. et rituel sans explication, prob. emprunté au substrat.