κοτυλίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοτῠλίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κοτύλη]], μικρὸν [[ποτήριον]], Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 479C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] κοτυλίσκη, ἡ, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, 4· -ίσκιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Β. ΙΙΙ. «[[βόθρος]] εἰς ὃν τὸ [[αἷμα]] τῶν τῇ γῇ θυομένων ἐνέβαλλον» Ἡσύχ.
|lstext='''κοτῠλίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κοτύλη]], μικρὸν [[ποτήριον]], Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 479C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] κοτυλίσκη, ἡ, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, 4· -ίσκιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Β. ΙΙΙ. «[[βόθρος]] εἰς ὃν τὸ [[αἷμα]] τῶν τῇ γῇ θυομένων ἐνέβαλλον» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> coupe sacrée aux fêtes de bacchus;<br /><b>2</b> sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλίσκος Medium diacritics: κοτυλίσκος Low diacritics: κοτυλίσκος Capitals: ΚΟΤΥΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kotylískos Transliteration B: kotyliskos Transliteration C: kotyliskos Beta Code: kotuli/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κοτύλη,

   A little cup, Ar.Fr.380, etc.:—also κοτυλ-ίσκη, ἡ, Pherecr.69; κοτυλ-ίσκιον, τό, Ar.Ach. 459.    II a kind of cake, Heracleo ap.Ath.14.647b.    III pit used for sacrificing to Earth, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κοτύλη, μικρὸν ποτήριον, Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 479C, κτλ.· ὡσαύτως κοτυλίσκη, ἡ, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, 4· -ίσκιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Β. ΙΙΙ. «βόθρος εἰς ὃν τὸ αἷμα τῶν τῇ γῇ θυομένων ἐνέβαλλον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 coupe sacrée aux fêtes de bacchus;
2 sorte de gâteau.
Étymologie: κοτύλη.