κύβδα: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κύβδᾰ''': Ἐπίρρ. ([[κύπτω]]) μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἐμπρός, κύπτων πρὸς τὰ ἐμπρός, κεκυφότως, μετ’ αἰσχρᾶς σημασ. ἐπὶ ἀνδρός, Ἀρχίλ. 28, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, πρβλ. Θεσμ. 489. | |lstext='''κύβδᾰ''': Ἐπίρρ. ([[κύπτω]]) μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἐμπρός, κύπτων πρὸς τὰ ἐμπρός, κεκυφότως, μετ’ αἰσχρᾶς σημασ. ἐπὶ ἀνδρός, Ἀρχίλ. 28, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, πρβλ. Θεσμ. 489. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />en courbant la croupe <i>sens obscène</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., (κύπτω)
A with the head forwards, stooping forwards, sens. obsc., κ. ἦν πονευμένη Archil.32, cf. Ar.Eq.365, Th.489, S.Ichn. 122.
German (Pape)
[Seite 1522] mit vorwärts geneigtem, überhangendem Kopfe; Ar. Equ. 365 Th. 489, wie Archil. frg. 5; Macho bei Ath. XIII, 580 d, im obscönen Sinne; vgl. Ar. Th. 489.
Greek (Liddell-Scott)
κύβδᾰ: Ἐπίρρ. (κύπτω) μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἐμπρός, κύπτων πρὸς τὰ ἐμπρός, κεκυφότως, μετ’ αἰσχρᾶς σημασ. ἐπὶ ἀνδρός, Ἀρχίλ. 28, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, πρβλ. Θεσμ. 489.
French (Bailly abrégé)
adv.
en courbant la croupe sens obscène.
Étymologie: κύπτω.