κυνηγέσιον: Difference between revisions
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠνηγέσιον''': τό, συνοδεία κυνηγετική, κυνηγοὶ [[μετὰ]] τῶν κυνῶν αὐτῶν, [[πλῆθος]] κυνῶν, Ἡρόδ. 1. 36, Ξεν. Κυν. 10, 4· [[ὡσαύτως]], ὁμὰς λύκων [[ὁμοῦ]] θηρευόντων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, λύκοι μονοπεῖραι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 2. ΙΙ. [[κυνήγιον]], [[θήρα]], καταδίωξις, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι Ξεν. Κυν. 6, 11· ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. [[αὐτόθι]] 6, 26, πρβλ. 4 καὶ 7, 11· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἱππ. 224, Ἰσοκρ. 148Ε., Ξεν. Κυν. 3, 11· ― μεταφ., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχ.· παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 194Β. 2) = [[κυνήγιον]] 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 2511, 4157. ΙΙΙ. τὸ θηρευόμενον [[θήραμα]], «κυνῆγι», Ξεν. Κυν. 6, 12. | |lstext='''κῠνηγέσιον''': τό, συνοδεία κυνηγετική, κυνηγοὶ [[μετὰ]] τῶν κυνῶν αὐτῶν, [[πλῆθος]] κυνῶν, Ἡρόδ. 1. 36, Ξεν. Κυν. 10, 4· [[ὡσαύτως]], ὁμὰς λύκων [[ὁμοῦ]] θηρευόντων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, λύκοι μονοπεῖραι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 2. ΙΙ. [[κυνήγιον]], [[θήρα]], καταδίωξις, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι Ξεν. Κυν. 6, 11· ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. [[αὐτόθι]] 6, 26, πρβλ. 4 καὶ 7, 11· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἱππ. 224, Ἰσοκρ. 148Ε., Ξεν. Κυν. 3, 11· ― μεταφ., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχ.· παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 194Β. 2) = [[κυνήγιον]] 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 2511, 4157. ΙΙΙ. τὸ θηρευόμενον [[θήραμα]], «κυνῆγι», Ξεν. Κυν. 6, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> chasse;<br /><b>2</b> troupe de chasseurs et de chiens, équipage de chasse;<br /><b>3</b> lieu pour chasser, parc;<br /><b>4</b> butin de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγετέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A hunting-establishment, pack of hounds, Hdt.1.36, X.Cyn.10.4; also, pack of wolves hunting together, opp. λύκοι μονοπεῖραι, Arist.HA594a31. II hunt, chase, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι, X.Cyn.6.11; ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. ib.26, cf. 7.11: in pl., E.Hipp. 224 (anap.), Isoc.7.45, X.Cyn.3.11, 6.4, Plu.Alex.40: metaph., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Pl.Prt.309a; παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. Id.La. 194b. 2 = κυνήγιον 2, CIG2511 (Cos), 4157 (Sinope). III that which is taken in hunting, game, X.Cyn.6.12.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγέσιον: τό, συνοδεία κυνηγετική, κυνηγοὶ μετὰ τῶν κυνῶν αὐτῶν, πλῆθος κυνῶν, Ἡρόδ. 1. 36, Ξεν. Κυν. 10, 4· ὡσαύτως, ὁμὰς λύκων ὁμοῦ θηρευόντων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, λύκοι μονοπεῖραι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 2. ΙΙ. κυνήγιον, θήρα, καταδίωξις, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι Ξεν. Κυν. 6, 11· ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. αὐτόθι 6, 26, πρβλ. 4 καὶ 7, 11· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἱππ. 224, Ἰσοκρ. 148Ε., Ξεν. Κυν. 3, 11· ― μεταφ., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχ.· παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 194Β. 2) = κυνήγιον 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 2511, 4157. ΙΙΙ. τὸ θηρευόμενον θήραμα, «κυνῆγι», Ξεν. Κυν. 6, 12.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 chasse;
2 troupe de chasseurs et de chiens, équipage de chasse;
3 lieu pour chasser, parc;
4 butin de chasse.
Étymologie: κυνηγετέω.