κρότος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρότος''': -ου, ὁ, ξηρὸς [[ἦχος]] ὃν προξενεῖ τις [[ὅπως]] συναγάγῃ [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κρ. ποδῶν, τὸ [[κτύπημα]] τῶν ποδῶν κατὰ τὸν χορόν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 783, Τρῳ. 546, πρβλ. Κύκλ. 37· ὁ τῶν δακτύλων κρ., ὁ [[κρότος]] ὁ ἀποτελούμενος διὰ τῆς συγκρούσεως τῶν δακτύλων, ὡς νῦν ποιοῦσιν οἱ ὀρχούμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 17. 5· [[ἐνόπλιος]] κρ., ὁ ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ὅπλων [[κρότος]], Πλουτ. Μάρ. 22· ὁ κρ. τῶν λόγων Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 15. 2) κρ. χειρῶν, τὸ χειροκρότημα, [[εὐφημία]], [[ἔπαινος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 157· ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 6. 1, 13, κτλ.· θόρυβον καὶ κρότον... ἐποιήσατε Δημ. 519. 10, πρβλ. 402. 8. β) εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, κρ. καὶ [[γέλως]] Πλάτ. Λάχ. 184Α· ἴδε [[κροτέω]] ΙΙ. 2. β.
|lstext='''κρότος''': -ου, ὁ, ξηρὸς [[ἦχος]] ὃν προξενεῖ τις [[ὅπως]] συναγάγῃ [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κρ. ποδῶν, τὸ [[κτύπημα]] τῶν ποδῶν κατὰ τὸν χορόν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 783, Τρῳ. 546, πρβλ. Κύκλ. 37· ὁ τῶν δακτύλων κρ., ὁ [[κρότος]] ὁ ἀποτελούμενος διὰ τῆς συγκρούσεως τῶν δακτύλων, ὡς νῦν ποιοῦσιν οἱ ὀρχούμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 17. 5· [[ἐνόπλιος]] κρ., ὁ ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ὅπλων [[κρότος]], Πλουτ. Μάρ. 22· ὁ κρ. τῶν λόγων Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 15. 2) κρ. χειρῶν, τὸ χειροκρότημα, [[εὐφημία]], [[ἔπαινος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 157· ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 6. 1, 13, κτλ.· θόρυβον καὶ κρότον... ἐποιήσατε Δημ. 519. 10, πρβλ. 402. 8. β) εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, κρ. καὶ [[γέλως]] Πλάτ. Λάχ. 184Α· ἴδε [[κροτέω]] ΙΙ. 2. β.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bruit qu’on fait en frappant sur qch ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[κρότος]] δακτύλων ÉL bruit qu’on produit en faisant claquer les doigts;<br /><b>2</b> [[κρότος]] [[χειρῶν]] AR, <i>ou abs.</i> [[κρότος]] bruit qu’on fait en battant des mains, applaudissement;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> bruit d’un discours, d’un chant.<br />'''Étymologie:''' [[κροτέω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρότος Medium diacritics: κρότος Low diacritics: κρότος Capitals: ΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: krótos Transliteration B: krotos Transliteration C: krotos Beta Code: kro/tos

English (LSJ)

ὁ,

   A rattling noise, made to collect a swarm of bees, Arist.HA 627a16; κ. ποδῶν beat of the feet in dancing, E.Heracl.783 (pl.), Tr. 546 both lyr.); κ. σικινίδων Id.Cyc.37; ὁ τῶν δακτύλων κ. snapping of the fingers, Ael.NA17.5; ἐνόπλιος κ. clash of arms, Plu.Mar.22; ὁ κ. τῶν λόγων Luc.Dem.Enc.15 (but perh. 'welding'); ἡ εὔροια καὶ ὁ τῆς γλώσσης κ. Philostr.VS2.25.6; ῥυθμοῖο κ. APl.4.226 (Alc. Mess.).    2 κ. χειρῶν clapping of hands, applause, Ar.Ra.157: abs., X.An.6.1.13, etc.; θόρυβον καὶ κ . . . ἐποιήσατε D.21.14, cf. 19.195.    b in token of ridicule, γέλως καὶ κ. Pl.La.184a.

Greek (Liddell-Scott)

κρότος: -ου, ὁ, ξηρὸς ἦχος ὃν προξενεῖ τις ὅπως συναγάγῃ σμῆνος μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κρ. ποδῶν, τὸ κτύπημα τῶν ποδῶν κατὰ τὸν χορόν, Εὐρ. Ἡρακλ. 783, Τρῳ. 546, πρβλ. Κύκλ. 37· ὁ τῶν δακτύλων κρ., ὁ κρότος ὁ ἀποτελούμενος διὰ τῆς συγκρούσεως τῶν δακτύλων, ὡς νῦν ποιοῦσιν οἱ ὀρχούμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 17. 5· ἐνόπλιος κρ., ὁ ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ὅπλων κρότος, Πλουτ. Μάρ. 22· ὁ κρ. τῶν λόγων Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 15. 2) κρ. χειρῶν, τὸ χειροκρότημα, εὐφημία, ἔπαινος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 157· ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 6. 1, 13, κτλ.· θόρυβον καὶ κρότον... ἐποιήσατε Δημ. 519. 10, πρβλ. 402. 8. β) εἰς σημεῖον ἀποδοκιμασίας, κρ. καὶ γέλως Πλάτ. Λάχ. 184Α· ἴδε κροτέω ΙΙ. 2. β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bruit qu’on fait en frappant sur qch ; particul. :
1 κρότος δακτύλων ÉL bruit qu’on produit en faisant claquer les doigts;
2 κρότος χειρῶν AR, ou abs. κρότος bruit qu’on fait en battant des mains, applaudissement;
3 p. ext. bruit d’un discours, d’un chant.
Étymologie: κροτέω.