λῃστεύω: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῃστεύω''': μέλλ. -εύσω Ἀππ. Καρχηδ. 116. - Παθ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐλῃστεύθην Διόδ. 2. 55, Ἀππ.· ([[λῃστής]]). Εἶμαι λῃστὴς ἢ [[πειρατής]], [[διεξάγω]] πειρατικὸν πόλεμον, ἐξασκῶ πειρατείαν, Λατ. latrocinari, Δημ. 46. 14· ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ Δίων Κ. 36. 3. 2) μετ’ αἰτ., λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, [[ἁρπάζω]], Θουκ. 1. 5, κτλ.· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. 4. 2., 5. 14, Διόδ. 2. 55· λῃστεύεται ἡ ὁδός, κατέχεται ὑπὸ λῃστῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 91. | |lstext='''λῃστεύω''': μέλλ. -εύσω Ἀππ. Καρχηδ. 116. - Παθ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐλῃστεύθην Διόδ. 2. 55, Ἀππ.· ([[λῃστής]]). Εἶμαι λῃστὴς ἢ [[πειρατής]], [[διεξάγω]] πειρατικὸν πόλεμον, ἐξασκῶ πειρατείαν, Λατ. latrocinari, Δημ. 46. 14· ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ Δίων Κ. 36. 3. 2) μετ’ αἰτ., λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, [[ἁρπάζω]], Θουκ. 1. 5, κτλ.· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. 4. 2., 5. 14, Διόδ. 2. 55· λῃστεύεται ἡ ὁδός, κατέχεται ὑπὸ λῃστῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 91. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐλῄστευσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐλῃστεύθην;<br /><b>1</b> faire métier de brigand <i>ou</i> de pirate;<br /><b>2</b> piller, voler.<br />'''Étymologie:''' [[λῃστής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -εύσω App. Pun.116:—Pass. (v. infr.), aor.
A ἐλῃστεύθην D.S.2.55:—practise robbery or piracy, Th.7.18, D.4.23; ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ D.C.36.3. 2 c.acc., spoil, plunder, Th.4.45, App.Pun.5, etc.:—Pass., Th. 4.2, 5.14, D.S.l.c.; λῃστεύεται ἡ ὁδός is infested by robbers, Arr.Epict. 4.1.91.
Greek (Liddell-Scott)
λῃστεύω: μέλλ. -εύσω Ἀππ. Καρχηδ. 116. - Παθ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐλῃστεύθην Διόδ. 2. 55, Ἀππ.· (λῃστής). Εἶμαι λῃστὴς ἢ πειρατής, διεξάγω πειρατικὸν πόλεμον, ἐξασκῶ πειρατείαν, Λατ. latrocinari, Δημ. 46. 14· ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ Δίων Κ. 36. 3. 2) μετ’ αἰτ., λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, ἁρπάζω, Θουκ. 1. 5, κτλ.· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. 4. 2., 5. 14, Διόδ. 2. 55· λῃστεύεται ἡ ὁδός, κατέχεται ὑπὸ λῃστῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 91.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐλῄστευσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐλῃστεύθην;
1 faire métier de brigand ou de pirate;
2 piller, voler.
Étymologie: λῃστής.