Μάγος: Difference between revisions

From LSJ
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Μάγος''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἐκ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν Μηδικὴν φυλὴν τῶν μάγων, Ἡρόδ. 1. 101. Στράβ. 727· - [[ἐντεῦθεν]]: 2) ὁ ἐκ τῶν ἱερέων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν τῶν Περσῶν, οἵτινες ἡρμήνευον ὀνείρους, Ἡρόδ. 7. 37, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 8, 30. 3) πᾶς ὁ μετερχόμενος τὸν γόητα, μάγος, [[ἐντεῦθεν]], [[πλάνος]], ὀπατεών, ὡς τὸ [[γόης]], Σοφ. Ο. Τ. 387· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1497, Πλάτ. Πολ. 572Ε· [[ὡσαύτως]] θηλ., Ἀνθ. Π. 5. 16, Λουκ. Ὄν. 4. ΙΙ. μάγος, ον, ὡς ἐπίθετ., [[μαγικός]], μάγῳ τέχνῃ ποιεῖν τι Φιλόστρ. 4· κεστοῦ μαγώτερα Ἀνθ. Π. 5. 121. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[μέγας]] ὃ ἴδε).
|lstext='''Μάγος''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἐκ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν Μηδικὴν φυλὴν τῶν μάγων, Ἡρόδ. 1. 101. Στράβ. 727· - [[ἐντεῦθεν]]: 2) ὁ ἐκ τῶν ἱερέων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν τῶν Περσῶν, οἵτινες ἡρμήνευον ὀνείρους, Ἡρόδ. 7. 37, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 8, 30. 3) πᾶς ὁ μετερχόμενος τὸν γόητα, μάγος, [[ἐντεῦθεν]], [[πλάνος]], ὀπατεών, ὡς τὸ [[γόης]], Σοφ. Ο. Τ. 387· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1497, Πλάτ. Πολ. 572Ε· [[ὡσαύτως]] θηλ., Ἀνθ. Π. 5. 16, Λουκ. Ὄν. 4. ΙΙ. μάγος, ον, ὡς ἐπίθετ., [[μαγικός]], μάγῳ τέχνῃ ποιεῖν τι Φιλόστρ. 4· κεστοῦ μαγώτερα Ἀνθ. Π. 5. 121. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[μέγας]] ὃ ἴδε).
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de la tribu médique des Mages.<br />'''Étymologie:''' [[Μάγοι]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μάγος Medium diacritics: Μάγος Low diacritics: Μάγος Capitals: ΜΑΓΟΣ
Transliteration A: Mágos Transliteration B: Magos Transliteration C: Magos Beta Code: *ma/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, Magian, one of a Median tribe, Hdt.1.101, Str. 15.3.1: hence, as belonging to this tribe,    2 one of the priests and wise men in Persia who interpreted dreams, Hdt.7.37, al., Arist.Fr. 36, Phoen.1.5, Ev.Matt.2.1.    3 enchanter, wizard, esp. in bad sense, impostor, charlatan, Heraclit.14, S.OT387, E.Or.1498 (lyr.), Pl.R.572e, Act.Ap.13.6, Vett. Val.74.17: also fem., Luc.Asin.4, AP 5.15 (Marc. Arg.).    II μάγος, ον, as Adj., magical, μάγῳ τέχνῃ πράττειν τι Philostr.VA1.2; κεστοῦ φωνεῦσα μαγώτερα AP5.120 (Phld.). (Opers. maguš 'Magian'.)

Greek (Liddell-Scott)

Μάγος: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἐκ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν Μηδικὴν φυλὴν τῶν μάγων, Ἡρόδ. 1. 101. Στράβ. 727· - ἐντεῦθεν: 2) ὁ ἐκ τῶν ἱερέων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν τῶν Περσῶν, οἵτινες ἡρμήνευον ὀνείρους, Ἡρόδ. 7. 37, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 8, 30. 3) πᾶς ὁ μετερχόμενος τὸν γόητα, μάγος, ἐντεῦθεν, πλάνος, ὀπατεών, ὡς τὸ γόης, Σοφ. Ο. Τ. 387· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1497, Πλάτ. Πολ. 572Ε· ὡσαύτως θηλ., Ἀνθ. Π. 5. 16, Λουκ. Ὄν. 4. ΙΙ. μάγος, ον, ὡς ἐπίθετ., μαγικός, μάγῳ τέχνῃ ποιεῖν τι Φιλόστρ. 4· κεστοῦ μαγώτερα Ἀνθ. Π. 5. 121. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ μέγας ὃ ἴδε).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de la tribu médique des Mages.
Étymologie: Μάγοι.