μελαμφαής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελαμφαής''': -ές, ὁ ἔχων μέλαιναν ὄψιν, [[μαῦρος]], [[σκοτεινός]], μελαμφαὲς οἴχεται δ’ [[Ἔρεβος]] Εὐρ. Ἑλ. 518 (λυρ.)˙ δῦναί τε γαίας ἐς μελαμφαεῖς μυχοὺς Καρκίνος Τραγῳδιοποιὸς παρὰ Διοδ. 5. 5.
|lstext='''μελαμφαής''': -ές, ὁ ἔχων μέλαιναν ὄψιν, [[μαῦρος]], [[σκοτεινός]], μελαμφαὲς οἴχεται δ’ [[Ἔρεβος]] Εὐρ. Ἑλ. 518 (λυρ.)˙ δῦναί τε γαίας ἐς μελαμφαεῖς μυχοὺς Καρκίνος Τραγῳδιοποιὸς παρὰ Διοδ. 5. 5.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sombre, obscur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[φάος]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμφᾰής Medium diacritics: μελαμφαής Low diacritics: μελαμφαής Capitals: ΜΕΛΑΜΦΑΗΣ
Transliteration A: melamphaḗs Transliteration B: melamphaēs Transliteration C: melamfais Beta Code: melamfah/s

English (LSJ)

ές,

   A whose light is blackness, μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος E.Hel.518 (lyr.); γαίας ἐς μ. μυχούς Carc.5.3.

German (Pape)

[Seite 118] ές, schwarz scheinend, dunkel, ἔρεβος, Eur. Hel. 525; Carcin. bei D. Sic. 5, 5.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμφαής: -ές, ὁ ἔχων μέλαιναν ὄψιν, μαῦρος, σκοτεινός, μελαμφαὲς οἴχεται δ’ Ἔρεβος Εὐρ. Ἑλ. 518 (λυρ.)˙ δῦναί τε γαίας ἐς μελαμφαεῖς μυχοὺς Καρκίνος Τραγῳδιοποιὸς παρὰ Διοδ. 5. 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sombre, obscur.
Étymologie: μέλας, φάος.