μαλακότης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰλᾰκότης''': -ητος, ἡ, = [[μαλακία]], [[ἰδιότης]] τοῦ μαλακοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σκληρότης]], Πλάτ. Πολ. 523Ε, Θεαίτ. 186Β, Ἀριστ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Κρατ. 432Β. ΙΙ. [[ἀδυναμία]], [[ἀσθένεια]], [[ἐκθήλυνσις]], Πλουτ. Ὄθων 9. | |lstext='''μᾰλᾰκότης''': -ητος, ἡ, = [[μαλακία]], [[ἰδιότης]] τοῦ μαλακοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σκληρότης]], Πλάτ. Πολ. 523Ε, Θεαίτ. 186Β, Ἀριστ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Κρατ. 432Β. ΙΙ. [[ἀδυναμία]], [[ἀσθένεια]], [[ἐκθήλυνσις]], Πλουτ. Ὄθων 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />mollesse ; <i>au mor.</i> faiblesse.<br />'''Étymologie:''' [[μαλακός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A softness, opp. σκληρότης, Pl.R.523e, Tht.186b, Arist.Mete.382a9, al.; ἡ μ. ὕπνος Herod.6.71; μ. ἱματίων D.L.5.67: in pl., Pl.Cra.432b. 2 of climate, mildness, Thphr.HP3.5.4. II weakness, effeminacy, Plu.Oth.9.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία, ἰδιότης τοῦ μαλακοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκληρότης, Πλάτ. Πολ. 523Ε, Θεαίτ. 186Β, Ἀριστ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Κρατ. 432Β. ΙΙ. ἀδυναμία, ἀσθένεια, ἐκθήλυνσις, Πλουτ. Ὄθων 9.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
mollesse ; au mor. faiblesse.
Étymologie: μαλακός.