μεσόδμη: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσόδμη''': ἡ, ([[δέμω]], οἱονεὶ ἀντὶ μεσοδόμη)· - τὸ ἐν μέσῳ ἢ μεταξὺ ᾠκοδομημένον, τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι Ὀδ. Τ. 37, πρβλ. Υ. 350· [[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχος ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μεσόστυλα (πρβλ. Ἡσύχ.), «καθ’ ἑτέρους δὲ τὰ μεταξὺ τῶν δοκῶν. [[ἔνιοι]] δέ, διαφράγματα ἢ καὶ διαστήματα μεταξὺ τῶν κιόνων, οἵ φασι περὶ τοὺς τοίχους ἦσαν» (Εὐστ.). 2) ὀπὴ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ πλοίου ἐν ᾗ ἐνεβάλλετο ὁ [[ἱστός]], «λεχθεὶς οὕτω παρὰ τὸ [[μέσον]] τῆς νηὸς δεδομῆσθαι» (Εὐστ.), ἱστόν... κοίλης [[ἔντοσθε]] μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες Ὀδ. Β. 424., Ο. 289. 3) ἡ [[κυρία]] δοκὸς τῆς ὀροφῆς ἡ ἀνέχουσα ὅλον τὸ βάρος αὐτῆς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· πρβλ. Γαλην. Λεξ. ἐν λ, καὶ τόμ. 12. 454.
|lstext='''μεσόδμη''': ἡ, ([[δέμω]], οἱονεὶ ἀντὶ μεσοδόμη)· - τὸ ἐν μέσῳ ἢ μεταξὺ ᾠκοδομημένον, τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι Ὀδ. Τ. 37, πρβλ. Υ. 350· [[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχος ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μεσόστυλα (πρβλ. Ἡσύχ.), «καθ’ ἑτέρους δὲ τὰ μεταξὺ τῶν δοκῶν. [[ἔνιοι]] δέ, διαφράγματα ἢ καὶ διαστήματα μεταξὺ τῶν κιόνων, οἵ φασι περὶ τοὺς τοίχους ἦσαν» (Εὐστ.). 2) ὀπὴ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ πλοίου ἐν ᾗ ἐνεβάλλετο ὁ [[ἱστός]], «λεχθεὶς οὕτω παρὰ τὸ [[μέσον]] τῆς νηὸς δεδομῆσθαι» (Εὐστ.), ἱστόν... κοίλης [[ἔντοσθε]] μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες Ὀδ. Β. 424., Ο. 289. 3) ἡ [[κυρία]] δοκὸς τῆς ὀροφῆς ἡ ἀνέχουσα ὅλον τὸ βάρος αὐτῆς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· πρβλ. Γαλην. Λεξ. ἐν λ, καὶ τόμ. 12. 454.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> poutre transversale où s’emboîte le mât, <i>vulg.</i> le coursier;<br /><b>2</b> entrecolonnement.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[δέμω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόδμη Medium diacritics: μεσόδμη Low diacritics: μεσόδμη Capitals: ΜΕΣΟΔΜΗ
Transliteration A: mesódmē Transliteration B: mesodmē Transliteration C: mesodmi Beta Code: meso/dmh

English (LSJ)

ἡ, (δέμω, cf. EM581.5) Att. μεσόμνη IG22.1668.48, 53:—

   A tie-beam, τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι Od.19.37, cf. 20.354 (expld. by Aristarch. as = μεσόστυλα, by others as τὰ μεταξὺ τῶν δοκῶν διαστήματα, cf. Hsch.); κρεμάσαι χρὴ τὸν ἄνθρωπον τῶν ποδῶν πρὸς μεσόδμην Hp.Art.70; expld. as τὸ μέγα ξύλον ἀπὸ τοῦ ἑτέρου τοίχου πρὸς τὸν ἕτερον διῆκον Gal. ad Hp.l.c. (18(1).738), cf. IGll. cc., SIG 248 N8 (Delph., iv B. C.), Q.S.13.451.    2 box amidships, in which the mast was stepped, ἱστὸν . . κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες Od.2.424.    3 shelf built between the floor of the gallery and the roof, pl., IG22.1668.74, 85: sg., ib.78.    II μεσόδμα, Lacon. μεσσοδόμα, = γυνή, Hsch.

German (Pape)

[Seite 138] ἡ (d. i. μεσοδόμη, von δέμω), eigtl. Zwischenbau; – a) Od. 19, 37. 20, 354 werden καλαὶ μεσόδμαι neben den τοῖχοι genannt, blendenartig vertiefte Zwischenräume, zwischen vortretenden Wandpfeilern, Hesych. erkl. μεσόστυλα. – b) der Querbalken des Schiffes, der in der Mitte hohl ist, um den Mastbaum darin aufzurichten, κοίλη, Od. 2, 424. 15, 289; Ap. Rh. 1, 563. – c) später übh. ein Quer- od. Tragbalken, bes. an welchem man große Lasten wägt, Wagebalken, Hippocr., VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόδμη: ἡ, (δέμω, οἱονεὶ ἀντὶ μεσοδόμη)· - τὸ ἐν μέσῳ ἢ μεταξὺ ᾠκοδομημένον, τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι Ὀδ. Τ. 37, πρβλ. Υ. 350· ἔνθα ὁ Ἀρίσταρχος ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μεσόστυλα (πρβλ. Ἡσύχ.), «καθ’ ἑτέρους δὲ τὰ μεταξὺ τῶν δοκῶν. ἔνιοι δέ, διαφράγματα ἢ καὶ διαστήματα μεταξὺ τῶν κιόνων, οἵ φασι περὶ τοὺς τοίχους ἦσαν» (Εὐστ.). 2) ὀπὴ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ πλοίου ἐν ᾗ ἐνεβάλλετο ὁ ἱστός, «λεχθεὶς οὕτω παρὰ τὸ μέσον τῆς νηὸς δεδομῆσθαι» (Εὐστ.), ἱστόν... κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες Ὀδ. Β. 424., Ο. 289. 3) ἡ κυρία δοκὸς τῆς ὀροφῆς ἡ ἀνέχουσα ὅλον τὸ βάρος αὐτῆς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· πρβλ. Γαλην. Λεξ. ἐν λ, καὶ τόμ. 12. 454.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 poutre transversale où s’emboîte le mât, vulg. le coursier;
2 entrecolonnement.
Étymologie: μέσος, δέμω.