μεταστρατοπεδεύω: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταστρᾰτοπεδεύω''': μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ. | |lstext='''μεταστρᾰτοπεδεύω''': μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=changer de campement.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[στρατοπεδεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
A shift one's ground or camp, Plb.3.112.2, D.S. 14.32, Plu.2.228d:—Med., X.Cyr.3.3.23; πρὸς τὸ ἄστυ Id.Ages.2.18; εἰς τὸν ἕτερον χάρακα D.H.9.6 (Act. as v.l.).
German (Pape)
[Seite 154] ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ ἄστυ, Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστρᾰτοπεδεύω: μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ.
French (Bailly abrégé)
changer de campement.
Étymologie: μετά, στρατοπεδεύω.