μετάβολος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάβολος''': -ον, [[εὐμετάβολος]], [[μεταβλητός]], Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = [[μεταβολεύς]], [[μεταπράτης]], [[ἔμπορος]], Ἑβδ. (Ἰσαί. ΛΓ΄, 2, 3)· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 315. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετάβολοι· πραγματευταί».
|lstext='''μετάβολος''': -ον, [[εὐμετάβολος]], [[μεταβλητός]], Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = [[μεταβολεύς]], [[μεταπράτης]], [[ἔμπορος]], Ἑβδ. (Ἰσαί. ΛΓ΄, 2, 3)· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 315. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετάβολοι· πραγματευταί».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />changeant, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάβολος Medium diacritics: μετάβολος Low diacritics: μετάβολος Capitals: ΜΕΤΑΒΟΛΟΣ
Transliteration A: metábolos Transliteration B: metabolos Transliteration C: metavolos Beta Code: meta/bolos

English (LSJ)

ον,

   A changeable, Plu.2.428b, Ptol.Tetr.96.    II as Subst., = μεταβολεύς 1, huckster, retail dealer, opp. ἔμπορος, GDI iv p.876 (Chios, prob. from Erythrae, iv B. C.), cf. PRev.Laws 48.3 (iii B. C.), LXX Is.23.2,3, PTeb.116.20 (ii B. C.), Sch.Ar.Pax446; τοὶ μ. τοὶ ἐν τοῖς ἰχθύσιν SIG1000.21 (Cos, i B. C.): as Adj., ἱματιοπῶλαι μ. retail clothes-dealers, OGI629.83 (Palmyra, ii A. D.); μ. ἁλιεῖς Ostr.1449 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 145] veränderlich, καὶ παντοδαπὸς ἄνθρωπος, Plut. de amic. mult. g. E.; nach Schol. Ar. Nubb. 1180 auch = προτένθης. – Auch = μεταβολεύς, Höker, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

μετάβολος: -ον, εὐμετάβολος, μεταβλητός, Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = μεταβολεύς, μεταπράτης, ἔμπορος, Ἑβδ. (Ἰσαί. ΛΓ΄, 2, 3)· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 315. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετάβολοι· πραγματευταί».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
changeant, inconstant.
Étymologie: μεταβάλλω.