μετάδουπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετάδουπος''': -ον, ὁ παρεμπίπτων ἢ μεταξὺ πίπτων, ὁ μὴ ἔχων δύναμίν τινα, [[ἀδιάφορος]], ἡμέραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821. | |lstext='''μετάδουπος''': -ον, ὁ παρεμπίπτων ἢ μεταξὺ πίπτων, ὁ μὴ ἔχων δύναμίν τινα, [[ἀδιάφορος]], ἡμέραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui tombe au milieu de, intermédiaire.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοῦπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A falling at haphazard, indifferent, ἡμέραι Hes.Op. 823.
German (Pape)
[Seite 146] (mit Getöse) dazwischen fallend, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, die dazwischen liegenden Tage, Hes. O. 825.
Greek (Liddell-Scott)
μετάδουπος: -ον, ὁ παρεμπίπτων ἢ μεταξὺ πίπτων, ὁ μὴ ἔχων δύναμίν τινα, ἀδιάφορος, ἡμέραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tombe au milieu de, intermédiaire.
Étymologie: μετά, δοῦπος.