μολόθουρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολόθουρος''': ἡ, φυτὸν ἀειθαλὲς ἑρμηνευόμενον ὡς [[ἀσφόδελος]] καὶ [[ὁλόσχοινος]], Εὐφορίων 64, Νικ. Ἀλ. 147· ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[μολόθουρος]]· [[ἀσφόδελος]], ἢ ὄσπριόν τι. καὶ ἡ [[ὁλόσχοινος]]».
|lstext='''μολόθουρος''': ἡ, φυτὸν ἀειθαλὲς ἑρμηνευόμενον ὡς [[ἀσφόδελος]] καὶ [[ὁλόσχοινος]], Εὐφορίων 64, Νικ. Ἀλ. 147· ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[μολόθουρος]]· [[ἀσφόδελος]], ἢ ὄσπριόν τι. καὶ ἡ [[ὁλόσχοινος]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />sorte de jonc toujours vert, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολόθουρος Medium diacritics: μολόθουρος Low diacritics: μολόθουρος Capitals: ΜΟΛΟΘΟΥΡΟΣ
Transliteration A: molóthouros Transliteration B: molothouros Transliteration C: molothouros Beta Code: molo/qouros

English (LSJ)

ἡ,

   A an evergreen plant, expld. as = ἀσφόδελος and ὁλόσχοινος, Euph.133, Nic.Al.147.

German (Pape)

[Seite 200] ἡ, ein immer grüner (ἀείχλωρος, Euphorion bei Schol. Nic.) Strauch, Nic. Al. 147. Hesych. erklärt es durch ἀσφοδελός u. ὁλόσχοινος.

Greek (Liddell-Scott)

μολόθουρος: ἡ, φυτὸν ἀειθαλὲς ἑρμηνευόμενον ὡς ἀσφόδελος καὶ ὁλόσχοινος, Εὐφορίων 64, Νικ. Ἀλ. 147· ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολόθουρος· ἀσφόδελος, ἢ ὄσπριόν τι. καὶ ἡ ὁλόσχοινος».

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
sorte de jonc toujours vert, plante.
Étymologie: DELG -.