μέλλησις: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέλλησις''': ἡ, ([[μέλλω]]) βραδύτης, [[ἀδράνεια]], χρονοτριβή, ἀναβολή, τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι Θουκ. 1. 69., 4. 126, κ. ἀλλ. II. [[σκέψις]] μὴ ἐκτελουμένη, σκοπὸς μὴ ἐκπληρούμενος, [[ἀργοπορία]], βραδύτης, ὁ αὐτ. ἐν 5. 116, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 723D. διὰ βραχείας μελλήσεως, ἐντὸς βραχέος χρόνου, Θουκ. 5. 66. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ἀναβολή, χρονοτριβὴ περὶ τὴν ἐκτέλεσίν τινος, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν ὁ αὐτ. ἐν. 3. 12. - Πρβλ. ἐπιμέλλησις.
|lstext='''μέλλησις''': ἡ, ([[μέλλω]]) βραδύτης, [[ἀδράνεια]], χρονοτριβή, ἀναβολή, τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι Θουκ. 1. 69., 4. 126, κ. ἀλλ. II. [[σκέψις]] μὴ ἐκτελουμένη, σκοπὸς μὴ ἐκπληρούμενος, [[ἀργοπορία]], βραδύτης, ὁ αὐτ. ἐν 5. 116, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 723D. διὰ βραχείας μελλήσεως, ἐντὸς βραχέος χρόνου, Θουκ. 5. 66. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ἀναβολή, χρονοτριβὴ περὶ τὴν ἐκτέλεσίν τινος, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν ὁ αὐτ. ἐν. 3. 12. - Πρβλ. ἐπιμέλλησις.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> attente;<br /><b>2</b> action de temporiser, d’attendre pour faire qch, attente, remise, retard;<br /><b>3</b> pensée <i>ou</i> résolution qui n’aboutit pas.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλλησις Medium diacritics: μέλλησις Low diacritics: μέλλησις Capitals: ΜΕΛΛΗΣΙΣ
Transliteration A: méllēsis Transliteration B: mellēsis Transliteration C: mellisis Beta Code: me/llhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A being about to do, threatening to do, Th.1.69, 4.126, al.; opp. ὁρμή, Arist.Rh.1393a4.    II unfulfilled thought or intention, delay, Th.5.116, Pl.Lg.723d; διὰ βραχείας μελλήσεως at short notice, Th.5.66; μελλήσει οὐδεμιᾷ Procop.Pers.1.25.    2 c. gen. rei, putting off, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν Th. 3.12.

German (Pape)

[Seite 125] ἡ, das Zögern, Zaudern; Thuc. 1, 69; καὶ ὄκνος, 7, 49; auch die Erwartung, 4, 126; μηκέτι διατριβὴν πλείω τῆς μελλήσεως ποιώμεθα, Plat. Legg. IV, 723 d; Folgde; – διὰ βραχείας μελλήσεως, nach kurzer Zwischenzeit, Thuc. 5, 66.

Greek (Liddell-Scott)

μέλλησις: ἡ, (μέλλω) βραδύτης, ἀδράνεια, χρονοτριβή, ἀναβολή, τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι Θουκ. 1. 69., 4. 126, κ. ἀλλ. II. σκέψις μὴ ἐκτελουμένη, σκοπὸς μὴ ἐκπληρούμενος, ἀργοπορία, βραδύτης, ὁ αὐτ. ἐν 5. 116, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 723D. διὰ βραχείας μελλήσεως, ἐντὸς βραχέος χρόνου, Θουκ. 5. 66. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἀναβολή, χρονοτριβὴ περὶ τὴν ἐκτέλεσίν τινος, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν ὁ αὐτ. ἐν. 3. 12. - Πρβλ. ἐπιμέλλησις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 attente;
2 action de temporiser, d’attendre pour faire qch, attente, remise, retard;
3 pensée ou résolution qui n’aboutit pas.
Étymologie: μέλλω.