μηδέποτε: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηδέποτε''': ἐπίρρ. μετ’ ἐνεστ. καὶ παρῳχημένων χρόνων ὡς καὶ [[μετὰ]] μέλλοντος, ἔρειδε, μὴ παύσαιο μηδέποτ’ ἐσθίων Ἀριστοφ. Εἰρ. 31· ὡς ηὐλαβοῦντο [[μηδέποτε]] ἐμποδὼν ἐν τῷ [[ἔμπροσθεν]] [[εἶναι]] Πλάτ. Πρωτ. 315Β, κτλ.· ἴδε [[οὐδέποτε]]. ΙΙ. μηδέ ποτε, μηδέ ποτ’ οὐλομένην πενίην θυμοφθόρον ἀνδρὶ τέτλαθ’ ὀνειδίζειν, [[μηδὲ]] ὀνείδιζέ ποτε κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715, 742.
|lstext='''μηδέποτε''': ἐπίρρ. μετ’ ἐνεστ. καὶ παρῳχημένων χρόνων ὡς καὶ [[μετὰ]] μέλλοντος, ἔρειδε, μὴ παύσαιο μηδέποτ’ ἐσθίων Ἀριστοφ. Εἰρ. 31· ὡς ηὐλαβοῦντο [[μηδέποτε]] ἐμποδὼν ἐν τῷ [[ἔμπροσθεν]] [[εἶναι]] Πλάτ. Πρωτ. 315Β, κτλ.· ἴδε [[οὐδέποτε]]. ΙΙ. μηδέ ποτε, μηδέ ποτ’ οὐλομένην πενίην θυμοφθόρον ἀνδρὶ τέτλαθ’ ὀνειδίζειν, [[μηδὲ]] ὀνείδιζέ ποτε κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715, 742.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />jamais, et jamais.<br />'''Étymologie:''' [[μηδέ]], [[ποτέ]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδέποτε Medium diacritics: μηδέποτε Low diacritics: μηδέποτε Capitals: ΜΗΔΕΠΟΤΕ
Transliteration A: mēdépote Transliteration B: mēdepote Transliteration C: midepote Beta Code: mhde/pote

English (LSJ)

Dor. μηδέ-ποκα ib.22.1126.11 (Amphict. Delph., iv B.C.): Adv.:—

   A never, with pres. and past tenses, as well as fut., Ar.Pl.1000, Pl.Prt.315b.    II μηδέ ποτε and never, Hes.Op.717, 744, A.Pr.1073 (anap.).

German (Pape)

[Seite 170] niemals, Plat. Prot. 315 b u. öfter, μηδέποτ' εἴπῃς, sage niemals, Theaet. 151 d; vgl. Lob. zu Phryn. 458; – getrennt μηδέ ποτε, nachdrücklicher, auch niemals, Hes. O. 719. 746.

Greek (Liddell-Scott)

μηδέποτε: ἐπίρρ. μετ’ ἐνεστ. καὶ παρῳχημένων χρόνων ὡς καὶ μετὰ μέλλοντος, ἔρειδε, μὴ παύσαιο μηδέποτ’ ἐσθίων Ἀριστοφ. Εἰρ. 31· ὡς ηὐλαβοῦντο μηδέποτε ἐμποδὼν ἐν τῷ ἔμπροσθεν εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 315Β, κτλ.· ἴδε οὐδέποτε. ΙΙ. μηδέ ποτε, μηδέ ποτ’ οὐλομένην πενίην θυμοφθόρον ἀνδρὶ τέτλαθ’ ὀνειδίζειν, μηδὲ ὀνείδιζέ ποτε κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715, 742.

French (Bailly abrégé)

adv.
jamais, et jamais.
Étymologie: μηδέ, ποτέ.