μυλίας: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠλίας''': -ου, ἀρσ., ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μύλον, [[λίθος]] μ., μυλόπετρα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292D, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12· [[ἀλλά]], [[λίθος]] [[μυλίας]], ἐξ οὗ κατασκευάζονται μυλόπετραι, Στράβ. 269, πρβλ. 488. | |lstext='''μῠλίας''': -ου, ἀρσ., ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μύλον, [[λίθος]] μ., μυλόπετρα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292D, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12· [[ἀλλά]], [[λίθος]] [[μυλίας]], ἐξ οὗ κατασκευάζονται μυλόπετραι, Στράβ. 269, πρβλ. 488. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[μυλίας]] [[λίθος]] roc dont on fait les pierres meulières;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ὁ [[μυλίας]] pierre meulière, meule.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, masc. Adj.
A of or for a mill, λίθος μ. millstone, Pl.Hp.Ma.292d, cf. Arist.Mete.383b12; also, rock for millstones, Str.6.2.3, 10.5.16.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, zur Mühle gehörig, λίθος, der Mühle stein, Strab. 6, 2, 3; auch ohne λίθος, Plat. Hipp. mai. 292 d; Arist. meteor. 4, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλίας: -ου, ἀρσ., ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μύλον, λίθος μ., μυλόπετρα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292D, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12· ἀλλά, λίθος μυλίας, ἐξ οὗ κατασκευάζονται μυλόπετραι, Στράβ. 269, πρβλ. 488.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 μυλίας λίθος roc dont on fait les pierres meulières;
2 subst. ὁ μυλίας pierre meulière, meule.
Étymologie: μύλη.