μεταμώνιος: Difference between revisions
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετᾰμώνιος''': -ον, ποιητ. ἐπίθετ. ἐν χρήσει ὡς τὸ [[μάταιος]], «χαμένος», μεταμώνια νήματα Ὀδ. Β. 98., Τ. 143· μεταμώνια βάζειν, λέγειν μάταια, «χαμένα», ἀνόητα, Σ. 332, 392· τὰ δὲ πάντα θεοὶ μετ. θεῖεν, «μάταια ποιήσειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 363· οὕτω, μ. ψεύδεα Πινδ. Ο. 12. 8· μ. θηρεύειν ὁ αὐτ. Π. 3. 40· τὰ δ’ οὐκ ἄρ’ ἔμελλε θεὸς μ. θήσειν Θεόκρ. 22. 181. ― Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ πληθ. οὐδ., ἴδε κατωτ. Πιθ. ἀντὶ μετανεμώνιος, ἐκ τῆς προθέσ. [[μετὰ]] καὶ τοῦ [[ἄνεμος]], πρβλ. [[ἀνεμώνη]], ― ἂν καὶ ἡ κυριολεκτικὴ [[σημασία]] φαίνεται ἀπαντῶσα μόνον παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον συγγραφεῦσι, [[κονία]] [[μεταμώνιος]] ἤρθη, ἤρθη ὑψηλά, ἐγένετο, [[ἀνεμοφόρητος]], Σιμων. 11· ἐς κόρακας βαδιεῖ [[μεταμώνιος]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 117, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ. Παρὰ τοῖς παλαιοτέροις ποιηταῖς, [[μεταμώνιος]] [[εἶναι]] ἡ γραφὴ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφ. καὶ οὐχὶ [[μεταμώλιος]], ἂν καὶ τὸ δεύτερον τοῦτο δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ διὰ τοῦ Ὁμηρ. συνωνύμ. ἀνεμώνιος, πρβλ. [[πλεύμων]], [[πνεύμων]], κτλ. ― Παρ’ Ἡσυχ.: «μεταμώνια· μάταια. ἀνεμοφόρητα. ἀχρεῖα». | |lstext='''μετᾰμώνιος''': -ον, ποιητ. ἐπίθετ. ἐν χρήσει ὡς τὸ [[μάταιος]], «χαμένος», μεταμώνια νήματα Ὀδ. Β. 98., Τ. 143· μεταμώνια βάζειν, λέγειν μάταια, «χαμένα», ἀνόητα, Σ. 332, 392· τὰ δὲ πάντα θεοὶ μετ. θεῖεν, «μάταια ποιήσειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 363· οὕτω, μ. ψεύδεα Πινδ. Ο. 12. 8· μ. θηρεύειν ὁ αὐτ. Π. 3. 40· τὰ δ’ οὐκ ἄρ’ ἔμελλε θεὸς μ. θήσειν Θεόκρ. 22. 181. ― Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ πληθ. οὐδ., ἴδε κατωτ. Πιθ. ἀντὶ μετανεμώνιος, ἐκ τῆς προθέσ. [[μετὰ]] καὶ τοῦ [[ἄνεμος]], πρβλ. [[ἀνεμώνη]], ― ἂν καὶ ἡ κυριολεκτικὴ [[σημασία]] φαίνεται ἀπαντῶσα μόνον παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον συγγραφεῦσι, [[κονία]] [[μεταμώνιος]] ἤρθη, ἤρθη ὑψηλά, ἐγένετο, [[ἀνεμοφόρητος]], Σιμων. 11· ἐς κόρακας βαδιεῖ [[μεταμώνιος]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 117, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ. Παρὰ τοῖς παλαιοτέροις ποιηταῖς, [[μεταμώνιος]] [[εἶναι]] ἡ γραφὴ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφ. καὶ οὐχὶ [[μεταμώλιος]], ἂν καὶ τὸ δεύτερον τοῦτο δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ διὰ τοῦ Ὁμηρ. συνωνύμ. ἀνεμώνιος, πρβλ. [[πλεύμων]], [[πνεύμων]], κτλ. ― Παρ’ Ἡσυχ.: «μεταμώνια· μάταια. ἀνεμοφόρητα. ἀχρεῖα». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> aussi léger que le vent;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> sans consistance, vain, frivole.<br />'''Étymologie:''' par dissimil p. *μετ-ανεμώνιος, de [[μετά]], [[ἄνεμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, poet. Adj.
A vain, idle, μ. νήματα vainly-woven, Od.2.98; μεταμώνια βάζεις talkest idly, 18.332; τὰ δὲ πάντα θεοὶ μ. θεῖεν may the gods give all that to the winds, Il.4.363; ψεύδη μ. Pi.O.12.6; μ. θηρεύω Id.P.3.23; τὰ δ' οὐκ ἄρ' ἔμελλε θεὸς μ. θήσειν Theoc.22.181. —Used by Hom. only in neut. pl.: the etym. is dub., cf. μωνιή, μωνιόν; but later Poets apptly. connected the word with ἄνεμος (as if for μετανεμώνιος) ; κονία μεταμώνιος ἀέρθη borne by the wind, on high, Simon.16; ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος Ar.Pax117, ubi v. Sch.:— μεταμώλιος is v.l. in several passages; cf. ἀνεμώλιος.
German (Pape)
[Seite 150] schon von den Alten auf μετά u. ἄνεμος zurückgeführt, und μάταια, ἀνεμοφόρητα erkl., vgl. ἀνεμώλιος, welches Wort auch die Schreibung μεταμώλιος rechtfertigen sollte, die aber nach den bessern mss. in Hom. u. Pind. verworfen ist; eigtl. mit dem Winde dahingetragen, d. i. nichtig, vergeblich, ohne Erfolg; τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῖεν, Il. 4, 363; μή μοι μεταμώνια νήματ' ὄληται, Od. 2, 98. 19, 143. 24, 133, ungenütztes Garn, vergeblich gemachtes, nicht gebrauchtes Gespinnst; μεταμώνια βάζειν, nichtiges Zeug reden, in den Wind schwatzen, Od. 18, 332. 392; ἐλπίδες ἀνδρῶν τέμνοισαι πολλὰ ψεύδη μεταμώνια, Pind. Ol. 12, 6, u. ähnl. μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν, P. 3, 23; die Ableitung ist noch mehr zu erkennen bei Ar. Pax 117, ὡς σὺ μετ' ὀρνίθων – ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος.
Greek (Liddell-Scott)
μετᾰμώνιος: -ον, ποιητ. ἐπίθετ. ἐν χρήσει ὡς τὸ μάταιος, «χαμένος», μεταμώνια νήματα Ὀδ. Β. 98., Τ. 143· μεταμώνια βάζειν, λέγειν μάταια, «χαμένα», ἀνόητα, Σ. 332, 392· τὰ δὲ πάντα θεοὶ μετ. θεῖεν, «μάταια ποιήσειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 363· οὕτω, μ. ψεύδεα Πινδ. Ο. 12. 8· μ. θηρεύειν ὁ αὐτ. Π. 3. 40· τὰ δ’ οὐκ ἄρ’ ἔμελλε θεὸς μ. θήσειν Θεόκρ. 22. 181. ― Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ πληθ. οὐδ., ἴδε κατωτ. Πιθ. ἀντὶ μετανεμώνιος, ἐκ τῆς προθέσ. μετὰ καὶ τοῦ ἄνεμος, πρβλ. ἀνεμώνη, ― ἂν καὶ ἡ κυριολεκτικὴ σημασία φαίνεται ἀπαντῶσα μόνον παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον συγγραφεῦσι, κονία μεταμώνιος ἤρθη, ἤρθη ὑψηλά, ἐγένετο, ἀνεμοφόρητος, Σιμων. 11· ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος Ἀριστοφ. Εἰρ. 117, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ. Παρὰ τοῖς παλαιοτέροις ποιηταῖς, μεταμώνιος εἶναι ἡ γραφὴ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφ. καὶ οὐχὶ μεταμώλιος, ἂν καὶ τὸ δεύτερον τοῦτο δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ διὰ τοῦ Ὁμηρ. συνωνύμ. ἀνεμώνιος, πρβλ. πλεύμων, πνεύμων, κτλ. ― Παρ’ Ἡσυχ.: «μεταμώνια· μάταια. ἀνεμοφόρητα. ἀχρεῖα».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 aussi léger que le vent;
2 fig. sans consistance, vain, frivole.
Étymologie: par dissimil p. *μετ-ανεμώνιος, de μετά, ἄνεμος.