νύμφευμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νύμφευμα''': τό, ([[νυμφεύω]]) [[γάμος]], [[συζυγία]], ἐν τῷ πληθ., τὰ μητρὸς ν. Σοφ. Ο. Τ. 980· καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ. Τρῳ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικ., τὸ [[πρόσωπον]] τὸ εἰς γάμον ἐρχόμενον, καλὸν [[νύμφευμα]] τῷ στρατηλάτῃ, περὶ τῆς Κασσάνδρα, Εὐρ. Τρῳ. 420.
|lstext='''νύμφευμα''': τό, ([[νυμφεύω]]) [[γάμος]], [[συζυγία]], ἐν τῷ πληθ., τὰ μητρὸς ν. Σοφ. Ο. Τ. 980· καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ. Τρῳ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικ., τὸ [[πρόσωπον]] τὸ εἰς γάμον ἐρχόμενον, καλὸν [[νύμφευμα]] τῷ στρατηλάτῃ, περὶ τῆς Κασσάνδρα, Εὐρ. Τρῳ. 420.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mariage.<br />'''Étymologie:''' [[νυμφεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύμφευμα Medium diacritics: νύμφευμα Low diacritics: νύμφευμα Capitals: ΝΥΜΦΕΥΜΑ
Transliteration A: nýmpheuma Transliteration B: nympheuma Transliteration C: nymfevma Beta Code: nu/mfeuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A marriage, espousal, in pl., τὰ μητρὸς ν. Id.OT980, cf. E.IT365, al.    II in sg., the person married, καλὸν ν. τινί 'a good match for him', Id.Tr. 420.

German (Pape)

[Seite 268] τό, die Ehe; plur., Soph. O. R. 980; Eur. Phoen. 1210 u. öfter; auch die Geheirathete, Tro. 420.

Greek (Liddell-Scott)

νύμφευμα: τό, (νυμφεύω) γάμος, συζυγία, ἐν τῷ πληθ., τὰ μητρὸς ν. Σοφ. Ο. Τ. 980· καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ. Τρῳ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικ., τὸ πρόσωπον τὸ εἰς γάμον ἐρχόμενον, καλὸν νύμφευμα τῷ στρατηλάτῃ, περὶ τῆς Κασσάνδρα, Εὐρ. Τρῳ. 420.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mariage.
Étymologie: νυμφεύω.