περικάθημαι: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περικάθημαι''': Ἰων. -[[κάτημαι]], ἀπαρ. -ῆσθαι· Ἰων. καὶ πληθ. παρατ. περιεκατέατο Ἡρόδ. 8. 111 ([[κυρίως]] πρκμ. τοῦ [[περικαθέζομαι]]). Κάθημαι ὁλόγυρα, τραπέζῃ περικατημένων, καθημένων περὶ τὴν τράπεζαν, ὁ αὐτ. 3. 32· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., π. πόλιν, πολιορκεῖν πόλιν, ὁ αὐτ. 1. 103., 5. 126., 6. 23, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πλοίων, [[ἀποκλείω]] ὁ αὐτ. 9. 75· μετ’ αἰτ. προσ., [[κάθημαι]] πλησίον τινὸς ὡς [[σύντροφος]] [[αὐτοῦ]] ἢ φίλος, τῶν περικαθημένων αὐτὸν ὁ αὐτ. 3. 14.
|lstext='''περικάθημαι''': Ἰων. -[[κάτημαι]], ἀπαρ. -ῆσθαι· Ἰων. καὶ πληθ. παρατ. περιεκατέατο Ἡρόδ. 8. 111 ([[κυρίως]] πρκμ. τοῦ [[περικαθέζομαι]]). Κάθημαι ὁλόγυρα, τραπέζῃ περικατημένων, καθημένων περὶ τὴν τράπεζαν, ὁ αὐτ. 3. 32· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., π. πόλιν, πολιορκεῖν πόλιν, ὁ αὐτ. 1. 103., 5. 126., 6. 23, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πλοίων, [[ἀποκλείω]] ὁ αὐτ. 9. 75· μετ’ αἰτ. προσ., [[κάθημαι]] πλησίον τινὸς ὡς [[σύντροφος]] [[αὐτοῦ]] ἢ φίλος, τῶν περικαθημένων αὐτὸν ὁ αὐτ. 3. 14.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> être assis autour de : τραπέζῃ HDT d’une table ; τινα auprès de qqn;<br /><b>2</b> camper autour de, assiéger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κάθημαι]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικάθημαι Medium diacritics: περικάθημαι Low diacritics: περικάθημαι Capitals: ΠΕΡΙΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: perikáthēmai Transliteration B: perikathēmai Transliteration C: perikathimai Beta Code: perika/qhmai

English (LSJ)

Ion. περι-κάτημαι, Ion. 3pl. impf. περιεκατέατο or

   A περικατέατο Hdt.8.111 (also περιεκαθέατο 6.23 codd.) :—to be seated all round, τραπέζῃ at table, Id.3.32 codd.: mostly c.acc., invest, besiege a town, τὴν Νίνον Id.1.103, al., cf.LXX Jd.9.31 ; also περιεκάθητο ἐπὶ Ταβαθών ib.3 Ki.15.27 ; of ships, blockade, Hdt.9.75 : c.acc.pers., sit down by one as a companion, Id.3.14.

German (Pape)

[Seite 578] (s. ἧμαι), ion. περικάτημαι, rings umher sitzen; τινά, um Einen, Her. 3, 14; περιεκατέατο πόλιν, ion. = περιεκάθηντο, eine Stadt umzingelt halten, belagern, 6, 23. 8, 111 u. öfter; auch Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περικάθημαι: Ἰων. -κάτημαι, ἀπαρ. -ῆσθαι· Ἰων. καὶ πληθ. παρατ. περιεκατέατο Ἡρόδ. 8. 111 (κυρίως πρκμ. τοῦ περικαθέζομαι). Κάθημαι ὁλόγυρα, τραπέζῃ περικατημένων, καθημένων περὶ τὴν τράπεζαν, ὁ αὐτ. 3. 32· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., π. πόλιν, πολιορκεῖν πόλιν, ὁ αὐτ. 1. 103., 5. 126., 6. 23, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ πλοίων, ἀποκλείω ὁ αὐτ. 9. 75· μετ’ αἰτ. προσ., κάθημαι πλησίον τινὸς ὡς σύντροφος αὐτοῦ ἢ φίλος, τῶν περικαθημένων αὐτὸν ὁ αὐτ. 3. 14.

French (Bailly abrégé)

1 être assis autour de : τραπέζῃ HDT d’une table ; τινα auprès de qqn;
2 camper autour de, assiéger, acc..
Étymologie: περί, κάθημαι.